Ανέσπερες τις θέλω κάποιες μνήμες,
καταδικασμένες να σεργιανάνε την καρδιά,
να προσφέρονται θυσία στο εγώ, στο εμείς,
να ψάχνουν απελπισμένα να βρουν λόγο ύπαρξης.
Το ματωμένο κεφάλι του Τάσου.
Το λάθος που πάντα έκανα
και έλεγα τη Στουρνάρη Στουρνάρα.
Το παλικάρι με το τεράστιο μουστάκι
που σκαρφαλωμένο στη πλαϊνή καγκελόπορτα
έμοιαζε θεός.
Το ραδιοφωνάκι στα μουλωχτά τα βράδια.
Εκείνο το σφίξιμο που τη καρδιά σφαλά
όταν τρέχεις πλάι με τον άγνωστο σύντροφο,
αυτόν που ποτέ ίσως δεν ματαδείς,
αλλά όταν σε τράβηξε από τη στοά
και σούπε < πάμε>,
είχε τη φλόγα στη ματιά
να νάψει και το δικό σου σβηστό κερί.
Την κοπελιά να κλαίει ουρλιάζοντας από θυμό,
να κλωτσάει τη νεραντζιά
με το άγιο μίσος στο βλέμμα.
Το σκιασμένο πρόσωπο του μοναχού χαφιέ
που έκανε το λάθος να υπάρχει,
χωρίς την εξουσία του όπλου του, ανάμεσα στα θεριά.
Σαράντα δίκοπα χρόνια,
σαράντα χαρακιές στη καρδιά στο νου,
μα όχι στη λήθη.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...