Ένα φτεροκόπημα στην καρδιά, συρμάτινο τσίμπημα, από πλέγματα συνόρων, σκαλίζει το πετσί μου. Η μουδιασμένη μου πέψη απ τη φουρτούνα, να χωνεύει όσα οι άλλοι φτύνουν με σίχαμα. Να τα μεριάζει στον αέανο πανικό της υποψίας του λάθους.
Μήπως δεν ήμουν εγώ αυτός που θα έσβηνε με κιμωλίες πολύχρωμες τις μουτζούρες του κόσμου; Και μένα ποιος θα με σβήσει; Αφού μουτζούρα μοιάζω.Ποιος το χέρι μου όπλισε με χρώματα και δηλητήρια κολασμένων ψυχών; Και γιατί να μου κάνω τη χάρη και να λερώσω;
Αφού κ οι διο μας ξέρουμε, μπρος τα ματιά σου διο ορίζοντες καμπυλώνουν, για να ακουμπήσει ο ένας πάνω στον άλλον. Διο ανάσες φλέγονται, για να κουμπώσουν η μία μέσα στην άλλη. Να κυλιστούν πάνω στην αιώρα του χωροχρόνου σου, να με κάνουν να νιώσω γελοίος, αφού όλα τα σημαντικά θα φαντάζουν αστεία. Και εντάξει, εσύ σκοπό την αποδόμηση των σαπισμένων θεμελίων που με στηρίζουν γύρεψες .. και χάθηκες.
Ένα τσαλάκωμα στη μνήμη μου, μια καυτή ανάσα απο την γλώσσα δοσμένη, ενα αγρίεμα ορμέμφυτο απο το γένι πιασμένο. Μια στιγμή ανύπαντρη να με κοιτάει καρτερικά και ένα στήθος γυναικείο, μαξιλάρι στην ανημπόρια μου. Να με στυλώνει.
Εσύ Δυσήνιο βλέμμα μου, του έρωτα και τις λευτεριάς μου πρόταγμα, κανε μπόλι στις αιχμηρές μου άκρες, κλαδιά να μοιάζουν, καρπούς να βγάζουν, ρίζες να ψάχνουν.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...