Αποστρέφοντας το βλέμμα απ’ τις θολές ματιές,
την δικιά σου την καθάρια αναζητώντας,
σάλεψαν τα σωθικά μου, σαν τότες που σε πρωτόδα
να ονειρέβεσαι κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μυρτιάς.
.
Ήταν Απρίλης θαρρώ, καθώς η φύση οργίαζε
με χορούς αντικρυστούς ταιριασμένους ανάλαφρα
με μυρουδιές και γεννήματα κάθε λογής.
Ήταν τότες που την ασκήμια παραμερίζαμε,
την ομορφιά γυρέβοντας εντός.
Τότες που κυματισμοί ενδόμυχοι, αναζητούσαν όχθες
να ξαποστάσουν σαν διψασμένοι περπατητές.
Τότες ήταν, που το γέλιο σου ανάσα μοσχομυριστή
ανάβλυζε κι ανηφόριζε στο γαλάζιο του ουρανού,
χαμογέλιο να σκορπίσει στη κουρασμένη πλάση.
.
Και γω, με καρδιά αναπαμένη, αφουγκραζόμουν
τους χτύπους της δικής σου, της αλλοπαρμένης.
.
Και το χάραμα, όταν ο ήλιος τις πρώτες του
ντροπαλές αχτίδες ξεμύτισε, αφήνοντας τον υδρό
στο μέτωπό μου να κυλίσει σα μια στάλα αιμάτινη,
τότες ήταν, που αλαφιασμένος πέταξα το ροδοσέντονο
νάρθω να σε βρω, με τον φόβο του χαμού σου
να υγραίνει τα βλέφαρά μου.
.
Πάντα φοβόμουν τον χαμό σου τον αναπάντεχο,
πάντα έτρεμα μην και απολησμονήσω την αγκάλη σου,
τα χείλη σου τα φλογερά, που παραμύθια σάλπιζαν
στις καρδιές καταμεσής.
Τον ερχομό σου νυν και αεί προσμένω.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...