Σαν το βλέμμα αριστερά γύρισε
να αντικρύσει το βουνό των κεντάβρων,
γαλήνεψε η ψυχή μου.
.
Οι καστανιές, οι δρύες, ντυμένες τα γιορτινά
του κισσού φορέματα, καμάρωναν
σα νιες που τον αγαπητικό προσμένουν
στο πρώτο συναπάντημα.
.
Πάντοτε κει στα αψηλά είναι που ματώνει
η καρδιά γλυκά σαν μέλι, η ψυχή ανταριάζεται
σμίγει με τον αγέρα που στις φτέρες μουρμουρίζει
στιχάκια αλλοπαρμένων ποιητών
και συνταράσσεται το σύμπαντο απ’ άκρη σ’ άκρη.
Κει πάνου είναι που σμίγεις με τους θεούς
και κουβεντολόι πιάνεις, τους καημούς τους
απ’ τα φυλλοκάρδια βγάνουν και με λυγμούς
σε λένε και συ, αθεράπεφτος γητεφτής, πληγές
γλύφεις, ξεδιπλώνεις θύμησες, πλέκοντας
παραμύθια ζεστά για τον λεφκό χειμώνα
που μέλλεται για να ρθει.
.
Κει πάνου που τα νερά λέφτερα ροβολάνε
της γης τα γεννήματα να φιλήσουν,
κει είναι που στοχάζεσαι με ανάσες καθάριες
και θωριές μοσχομυριστές, σαν τον αετό με
ένα κλωνάρι μέντα στο στόμα να ενώνει
τους οριζόντους.
Και όταν ανάσκελα με τη γης γίνεσαι ένα
και τον θόλο με τ’ αστέρια ατενίζεις σιμά σου,
τότες είναι που ξυπνάς αλαφιασμένος
βλαστημώντας την σιχαμένη ασημαντότητά σου,
μιας και πια καλά γνωρίζεις, πως μοναχά
για τ’αψηλά είσαι φτιαγμένος, λέφτερος.
Υ Γ Αφιερωμένο στους Κυριάκο Γιωργία Χρυσή
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...