Καθισμένος ανακούρκουδα στην αναπαφτική σεζλονκ του,
με κρασί στο ένα χέρι και το βιβλίο με τα ποιήματα στο ζερβό,
αγνάντεβε την φύση που νωχελικά απλώνονταν κάτου ίσα
μπροστά από την βίλα του.
Διαβασμένος από τα μικράτα του, λάτρεβε να χάνεται μέσα
στις λέξεις, να αναλύει έννοιες, να στοχάζεται συμπλέγματα
του νου και πόθους αναξερέβνητους να σεργιανάει.
Ένοιωθε στο πετσί του αφτή την ικανότητα που του χε ήδη
χαρίσει αναγνωρισιμότητα και αποδοχή στους πνεβματικούς
κύκλους και όχι μόνο. Ήταν ήδη καταξιωμένος και εβυπόληπτος
όταν κάτι άρχισε να ενοχλεί την όσφρηση του.
Κοίταξε τριγύρω ερεβνητικά μα τίποτε δεν δικαιολογούσε
την απαράμιλλη μπόχα που τα ρουθούνια του διαπερνούσε.
Ώσπου κοίταξε χάμου και αντίκρισε τον αγαπημένο του
ποιητή νεκρό να έχει ήδη σαπίσει.
Tο βλέμμα του παγερά συμπονετικό δρασκέλισε το πτώμα
έφτασε ίσαμε το μπάνιο, άδραξε την νεοαποκτηθείσα ΑΡΜΑΝΙ
με το υπέροχο άρωμα, ράντισε το σάπιο κουφάρι
και συνέχισε την ανάγνωση.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...