Απρεπα τύλιξαν τις πραμάτειες τους σε δεμάτια φτηνά
κι ανηφόρησαν τα σοκάκια του άγιου μίσους, διαβασμένοι
καθώς ήσαν στην απόρριψη και στο κακοζώισμα μιας
ίσας μέχρι θανάτου ζωής, χωρίς περικοκλάδες και
αρώματα, δίχως θύμησες και χαρές παιδικές.
Βγήκαν στο ξέφωτο και τον ήλιο τον ηλιάτορα
πρωταντίκρυσαν, αφτόν που το φεγγάρι έκρυβε στη ζεστή
αγκάλη του. Κει για πρώτη φορά είδαν μαργαρίτες,
χαμομήλια και θυμάρι, μοσχοβολιστά όλα, να χορέβουν
στις λάγνες νότες του αγέρα που χαριεντίζονταν
ανάμεσα στις φυλλωσιές.
Τον ίσκιο τούτο δεν τον είχαν ματαδεί, μονάχα σκοτάδι,
άπνοια και μια αποπνιχτική μυρουδιά μούχλας γιόμιζε
χρόνια τώρα τα σωθικά τους.
Αναθαρεμένοι κοιτάζονταν αναμετάξυ τους με βλέμμα
σπαθάτο, τέτοιο που ποτές άλλοτε δεν είχαν αντικρίσει,
ίσως να μην είχαν ξανακοιταχτεί ποτές πριν.
Και ξάφνου οι πλάτες ίσιωσαν, τα χέρια έδειξαν αψηλά
πάνου να σκίζουν τα σύγνεφα, να βγάνουν αστραπές
απ’ τα ακροδάχτυλα και με το βλέμμα ίσα μπροστά
να συναντάν το νιό ορίζοντα.
Ετσι πορέφτηκαν ολημερίς κι ολονυχτίς την ανηφόρα
τη μεγάλη που μοναχά σε καινούργια ξέφωτα οδηγούσε
και σε γνωριμιές αναπάντεχες με ελάφια, πετούμενα
και άγρια αγγελικά άλογα. Που και που, ανάρια σπαρμένοι
σκελετοί σερνάμενων ( ειδών) υπήρχαν για να θυμίζουν
το έρεβος που χε αφήσει πίσω του τούτο το ανηφορικό
διάβα προς το φως.
Μίλια πολλά περπατούσαν με τα ποδάρια γυμνά και
πληγιασμένα,μα τούτες οι πληγές δεν πονούσαν,
παρά, το λέφτερο γλυκό σα μέλι γήτεμα τους, φτερά
έδινε για άλλο τόσο δρόμο και παραπάνω, για καινούργια
ξέφωτα, για ανείδωτες χαρές και για γνωριμιές ανεξίτηλες
στη παρθένα θύμηση χαραγμένες πια.
Σταβροδρόμια πολλά συνάντησαν μα σε πείσμα τους
μήτε σε ένα δεν αποκρίθηκαν ….. μονάχα ομπρός, κει που
το φώς έδειχνε, κει που το κατακόκκινο της χαραβγής
έμελλε να ζεστάνει τις ζαρωμένες από μοναξιά καρδιές τους.
Αποκαμωμένοι απ’ το ανηφόρι μέσα στο έναστρο του θόλου
έγειραν να αποκοιμηθούν δίχως ούτε μια έγνοια στο νου,
τότες ήταν που κατάλαβαν πως ο πόλεμος, ούτε μια στιγμή
δεν τους είχε λείψει, πως και χωρίς αφτόν μπορούσαν να
ζήσουν, κει κάπου ήταν που κατάλαβαν ότι είχαν γεννηθεί
σύντροφοι και όχι οχτροί, γιαφτό και κοιτάζονταν κατάματα
χωρίς ντροπή πια, δίχως εκείνο το κακόμορφο σαράκι που
μάτωνε καρδιές και νου.
Κει δα πάνου στα στέρια έγειραν και μάγουλα ακουμπηστά
και χέρια πλεγμένα και στήθια συντροφεμένα φέραν ερώτους
και χαρές ανείπωτες. Και σμίξαν τα χνώτα τους εβωδιές
απαράμιλλες φτιάσανε, να αγαπιούνται μέχρις τα ξημερώματα,
που τους βρήκαν χωρίς τα άθλια άχρωμα περιτυλίγματα της
πανέμορφης σάρκας τους.
Αλαφροϊσκιωτοι πια, σα πασίχαρα ξωτικά περιδιάβαιναν λόγγους
και βουνά περνούσαν και ρεματιές καταμεσής και στο απέραντο
γαλάζο του βυθού κει όπου ο Ποσειδώνας με την τρίαινα κάνει
τα νερά να στραφταλίζουν παιχνιδιάρικα ανάμεσα σε φύκια και
κοράλλια κει στα κατάβαθα ήταν που φυλάγαν τους παλιούς
αφημένους στη λήθη χρησμούς,για πολέμους και ξετσίπωτες
εξουσίες.
Και δεν άργησε ο καιρός που τα πρώτα βλαστάρια της λέφτερης
πορείας προς το φως ξεμύτισαν από σκέλια ορθάνοιχτα. Και
κορίτσα κι αγόρια χαρωπά, ξέγνοιαστα, με πρόσωπα καθαρά
σα φεγγάρια και φωνούλες τραγουδιστές ωσάν κελάιδισμα
αηδονιών γιόμισαν τη γης τη διψασμένη για ζωή. Και η χαρά
δεν ήταν πια η κόρη η μονάκριβη αλλά παιχνίδι καθημερνό
στα χέρια και το βλέμμα των παιδιών.
Και όταν η πρώτη η κόρη ρώτησε τον πρωτοσύγκελο – που πάμε?
αφτός χωρίς δισταγμό κανέναν αποκρίθηκε – στο φως.
Και όταν ο πρώτος γιος ρώτησε – πότε φτάνουμε? Ο γέροντας
κατά τα ίδια αποκρίθηκε – ποτές.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...