Δέντρα λιγνά, σκελετωμένα
αναπάβονται στις κόγχες βγαλμένων ματιών.
Στρατιές αρματωμένων δούλων
παρελάβνουν προς τήρησιν
μιας φεβγαλέας ειρήνης
λίγο πριν το ξερατό του θεού πολέμου.
.
Αφτήκοος μα και αόμματος μάρτυς εγώ,
ενός κατά συρροήν εγκλήματος
απαγγέλω την κενή των πάντων διαθήκη
ενός παρένθετου πατέρα
εν τω μέσω τουμπανιαζμένων αναλφάβητων μυαλών.
.
Εσύ δεν ήσουν που απόστρεψες το βλέμμα
απ το κακό για να συναντήσεις
<την ωραιότητα της παρθενίας σου
και το υπέρλαμπρο το της αγνοίας σου>?
Τι γυρέβεις τώρα με το ματωμένο λάβαρο
υψωμένο να σκίζει καταμεσής το γαλάζο?
Ποιον θούριο αναζητάς?
Για ποιαν πατρίδα άραγες?
.
Απόκληρος της γης ολάκερης
ανάμεσα σε χαλβάδες, τσιφτετέλια, τσαμπασίρια, από τη μια
και κο μιλ φο ρεβεράντζες απ την άλλη,
γυρέβεις πλαστή ταφτότητα να αποδράσεις.
.
Ελα και κάτσε χάμω στην αβλή που σε γέννησε,
άκουσε τ’αγιόκλημα που λυγιέται
στους ήχους του φεγγαριού,
προστάτεψε το νυχτολούλουδο από τον κάλπικο ήλιο,
και αναπάφσου εν πολέμω
προσδοκώντας την ειρήνη την παντοτινή,
την απαστράπτουσα τελειότητα,
αφτή για την οποία μοναχά γεννήθηκες εσύ.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...