Ένα βέλος έσκισε σιωπηλά τον αγέρα
και στη κουφάλα του δέντρου κατάσαρκα
καρφώθηκε.
Σταλαγματιές αίμα κύλησαν ίσαμε τη γης
να ποτίσουν τις άπνοες ρίζες, να φυσήξουν
ζωή στα λυγισμένα κλαριά, να αναθαρρέψουν
τα φύλλα και με λίκνισμα χαρωπό τον ήλιο
να ματαδούν με αφοβιά περίσσια.
.
Κει κάτου απ’ τη σκιά του ήταν που σε
πρωτοφίλησα, κει ήταν που τα λογικά μας
σάλεψαν στο κάλεσμα της άνοιξης της πρώτης
που λάβαρα αστραφτερά σείοντας, έφτανε
με έναν άνεμο βοριά και δυο στάλες
απ’ το νότο, να τιθασέβουν το σύμπαντο,
να παρασέρνουν σύγνεφα στη πάντα
το ξάστερο του θόλου να φανερώσουν,
γυμνό, άσπιλο, σα θωριά πρώτη νιογέννητου
θηλυκού.
.
Ένα γλαροπούλι αδειανό παραφύλαγε με
κλεφτές ματιές, μια το δέντρο, μια την άνοιξη,
μια εμάς να κυλιόμαστε στο αίμα που απ’ τη
λαβωματιά ανάβλυζε άλικο, μα και σμαραγδένιο
αντάμα καθώς μυριάδες ηλιαχτίδες παιχνίδιζαν
πάνου του. Ένα γύρο έκαμε από πάνω μας
κράζοντας με μάτια θαμπά, λυπημένα,
ήρθε και στάθηκε παρέκει, κάρφωσε το βλέμμα
στη λαβωματιά που ακόμα ανάβλυζε και άφηκε
την τελεφταία του πνοή θυμίαμα στην
ματωμένη άνοιξη την πρώτη.
Το πήρα στα υγρά χέρια μου και συ μονομιάς
βάλθηκες στο δάκρυ σου να το ξεπλύνεις.
.
Λίγο μετά σε θωρούσα να στέκεσαι αγέρωχη,
φορεμένη το άλικο ίσαμε τους αστραγάλους,
να φέβγεις ανατολικά πάνου στα κατάλεφκα
φτερά του γλάρου που ανάστησες.
Από τότε μάταια σε γυρέβω.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...