6.15 Πρωί, πλατεία Κλαυθμώνος, ο ήλιος ακόμα κοιμάται πίσω από τον Ακρόπολη. Οι σκουπιδιαρέοι του δήμου πίσω από τον καταβρεχτήρα προσπαθούν να σβήσουν τα σημάδια της χτεσινής διαδήλωσης.Μαζεύουν τα ληγμένα χημικά, αλλά με τέχνη περισσή αφήνουν τα σημάδια των (βανδαλισμών) για να θυμίζουν στους νοικοκυραίους τα χτεσινά ( έκτροπα).
Είναι η ώρα που ο Στέλιος ο κουλουράς ανοίγει το καρότσι με το φρέσκο εμπόρευμα.κινήσεις μεθοδικές, επαναλαμβανόμενες 29 χρόνια τώρα για το μεροκάματο. Ο Στέλιος δεν ανήκει στο καρτέλ και έτσι πολλές φορές έχει βρεθεί στο τμήμα αρνούμενος να πληρώσει το κατεστημένο νταβατζιλίκι. Σε 4 λεπτά το μαγαζί στημένο – έχε το νου σου ρε πα να ξυπνήσω τον Κώστα- μου λέει.
Ο Κώστας έχει το σπίτι του στημένο στο γρασίδι, οργανωμένος σωστά με όλο το βιός του σε διό δεμάτια. Εχει βρύση εκεί παραδίπλα και έχει βρει κόλπο και την ανοίγει πλένεται πίνει νερό ….. όλα καλά, το καφέ που ειν πιο πέρα τον αφήνει να κάνει και το ψιλό και το χοντρό του, ο Στέλιος του δίνει τσάμπα πρωινό και όχι μόνο, άρχοντας ο Κώστας.
Ο μαλάκας της παρέας είμαι εγώ, όλο το βράδυ χημικά δεν μπορώ ούτε ανάσα να πάρω, βλέπω θολά, τα πόδια μου τρέμουν, έχω ταχυπαλμία, κι αυτοί οι διό, μέρες τώρα μεστο πόλεμο και στα αρχίδια τους δεν μασάνε τίποτε.
Αραχτός στο παγκάκι ο Κώστας δίπλα μου πειράζει τον κόσμο που περνάει, εγώ έχω βάλει τη μηχανή στη τσάντα, έχω βγάλει το τετράδιο και το μολύβι και προσπαθώ να γράψω, μου έχει σπάσει τα νεύρα δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Εχω που έχω τα χάλια μου έχω και τον Κώστα να μη βάζει γλώσσα μέσα. Ο Στέλιος λίγα μέτρα πιο πέρα τα κουτσοκαταφέρνει ένεκα που τα καλά πόστα τάχουν άλλοι.
-Τι γράφεις ρε?- ρωτάει ο Κώστας…… – ρε φλώρε ποιητής είσαι? Μούρχετε να του ρίξω μπουνιά…… το ξανασκέφτομαι όμως γιατί ειν νταβραντισμένος. – όχι – απαντάω ….- μαλακίες γράφω. – εγώ για φλώρο σε κόβω – συνεχίζει ο ΄Κώστας,- σου είπα ρε… όχι.
Είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ, δεν με αφήνει με τίποτε , είναι κι αυτό το βλέμμα γιομάτο αγάπη ,ειρωνεία, ατρομιά που χει στα μάτια καρφωμένο, που κοιτάν ίσα στη ψυχή………. γαμώτο έμπλεξα. Παρατάω μολύβι και χαρτί και ξεκινάω, μη έχοντας άλλη επιλογή, κουβέντα με τον Κώστα……. – τι βλέπεις ρε συ?τον ρωτάω…… απάντηση καμιά σιωπή, το βλέμμα χάνεται πίσω από τον Υμηττό…..τα βλέφαρα σφαλνάνε….
Βλέπω αίμα τρεχάμενο να σκίζει στα διό τους δρόμους,
να καρπίζει η άσφαλτος γεννήματα, θάματα πελώρια.
Βλέπω σκιές να βγαίνουν στο φως να παίρνουν μορφές
παιδιών που παίζουν στις αλάνες όχι πόλεμο αλλά ειρήνη.
Βλέπω μωρά να θηλάζουν το γάλα της ιστορίας,
της θύμησης της αγάπης, της λατρείας για τη λεφτεριά.
Βλέπω πετούμενα να αραδιάζουν μελωδίες χαρούμενες,
να σκεπάζουν ουρανούς μ’αστέρια και ήλιους αντάμα.
Βλέπω θάλασσες ατέλευτες με οριζόντους μαβιούς,
αιώνια παραδομένους στο λιόγερμα που ποτές δεν φεύγει.
Βλέπω χαρούμενα πρόσωπα, αναθαρρεμένα,
μακρυά από έγνοιες μίζερες, σαφρακιασμένες, γεροντικές.
Βλέπω κανόνια ξεχασμένα στη λήθη
να γιομίζουν χαμομήλια, θυμάρι μυριστό και σαλιγκάρια από κάτου.
Βλέπω ιδέες αλλοτινές ξάστερες να ανατέλουν
σε μυαλά ξεκούραστα, με καθαρή ματιά ιδωμένα.
Βλέπω άλογα ξεπέζευτα χωρίς καβαλαρέους,
να οργώνουν τη γης κι αυτή να βγάνει από τα σπλάχνα της ζωές.
Βλέπω εσένα νιό με ένα κορίτσι αγκαλιά,
να φιλάει ο ένας τα μάτια του αλλουνού χωρίς ντροπή.
Βλέπω εμένα κουμανταδόρο των ανέμων,
να μοιράζω πνοές γιομάτες ψυχή στους κουρασμένους.
Βλέπω πλούσιους μονάχα, βαρετά μονότονα πλούσιους,
όλους πλούσιους,μόνο πλούσιους, στη καρδιά στο μυαλό στο κορμί.
Μπορείς άραγες να αντέξει τόσο πλούτο??….. μπααααααα. για φλώρο σε κόβω………….
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...