Χαρά ατέλεφτη και δακρυσμένα απ τον κρύο αγέρα μάτια,
για το άμυαλο μικρό με το κοντοβράκι που κατηφορίζει
το στενό σοκάκι,με τις μουσικές απ τα ρουλεμάν του
ξύλινου πατινιού να αντηχούν στις αβλές όπου οι μάνες
με τη σκούπα στα χέρια καθαρίζουν τον κόσμο βλαστημώντας.
Λίγο πιο πέρα στη στροφή, διό αμούστακα θεριά
παλέβουν για μιάν Ελένη. Μίσος και φόβος πλέκονται
στα μάτια τους, μονάχα που αφτή δεν ειν εκεί να τους
χαρεί.
Ισα κάτω στη μεγάλη κατηφόρα, το παλιό σχολειό με τα κάγκελα
τα ψηλά και καρφωμένα πάνου τους σα λάβαρα δοξασμένα,
μυαλουδάκια παιδιών χυμένα, μα και μεγάλες καρδιές
που και που.
Αριστερά, στο τέλος του δρόμου του φαρδιού, το νεκροταφείο
με τους σταβρούς και τα κυπαρίσσια τα θεόρατα που το θεό
κρύβουν και τους κλαθμούς και τους οδυρμούς, για όλους
αφτούς που στάλα δάκρυ δε βγάλαμε, μήτε μιλιά όταν σεργιάνιζαν
ανάμεσά μας.
Λίγο πιο κάτω απ το δρόμο το μεγάλο που στο κέντρο οδηγεί,
ο κουρέας ο Σκούληκας που όλο τούφες ξεχνά, για να προλάβει
σε ένα κούρεμα μέσα να γαμήσει όλες τις δόλιες που καμάν το
λάθος απ το δρόμο του μπροστά να περάσουν.
Στα δεξιά ο Λεβόν με τα σουτζουκ λουκούμ και τα σάμαλι
και κείνες τις κατακόκκινες σαν το αίμα καραμέλες που κανέλα
ανάβλυζαν σαν στο κέντρο τους έφτανες και κεράσι γλυκό
σα το φιλί μάνας νιόγεννης.
Πριν το γεφυράκι ο Μηνάς ο ρουφιάνος με την εβγα που έχει και
τηλέφωνο <δια το κοινόν> που ολάκερο το κράτος απ τα
αφτιά και τα μάτια του κρέμεται, γιαφτό κι ο θεός του κοψε
κάμποσα απ τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού.
Στο πεζούλι του γεφυριού μπροστά απ όπου ο μεγάλος δρόμος
περνά, πάνορθος αγέρωχος ο Στελλάρας που του σάλεψε
απ το πολύ ξύλο των χωροφυλάκων να ρυθμίζει τη κυκλοφορία
με το χαμογέλιο μωρού καρφωμένο πάντα στο βλέμμα.
Ο ήχος των ρουλεμάν αρχίζει σιγά σιγά να χάνεται καθώς ο δρόμος
θεριέβει και τα αμάξια συνωστίζονται στη μπούκα του λιμανιού.
Κει είναι που συναντάς τον Λεωνίδα τον μαβραγορίτη με τα
υφάσματα από την Αγγλία, μόλις φερμένα από ταξίδι μακρυνό
που μόνο αφτός ξέρει με το νου να κάνει.
Τώρα πια στα δεξιά ειν τα βαπόρια, μεγάλα, αλύγιστα γιομάτα
κλάμα, ονείρατα κι αποθυμιές με αποσκεβές άδειες ξεβράκωτες.
Και στ αριστερά η Λούλα η πουτάνα που πουλάει τα ολόρθα
βυζά της στον Αμερικάνο νάφτη.
Πουτάνα κι η πόλη ολάκερη και καθώς μας έπρεπε σε μας τους
νταβατζήδες μα τα βυζά της Λούλας μήτε τάδαμε ποτές.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...