Είπες πως θάρθεις πριν το σύγνεφο δακρύσει
κι ακουστούν οι πρώτες σταλαγματιές
στο τσίγκινο περβάζι,
κει που συνήθιζες τα πρωινά
ν απλώνεις τα ζεστά σεντόνια
τις μυρουδιές της ηδονής να διώξεις.
Είπες πως θάρθεις γιομάτη πραμάτειες αστραφτερές
στη καρδιά και στο νου,
από κείνες που φέγγουν τα σκοτάδια
δίνουν γουλιές δροσιάς στον αποκαμωμένο διαβάτη
και φτιάνουν μωρά στο χαμογέλιο βουτηγμένα.
Είπες πως θάρθεις μοναχή
και πως θα κουβανάς κόσμους ολάκερους στα στήθια σου,
κόσμους αλλοτινούς, δίχως έχτρες,
μονάχα μ αγάπη καμωμένους, αφτιασίδωτους,
πνιγμένους ίσαμε πάνου στην ομορφάδα.
Είπες πως θάρθεις γυμνή, λεφτερωμένη
με τα πόδια ματωμένα από την ατέλευτη
στους ουρανούς περιπλάνηση,
κι ένα άστρο καρφωμένο στο μέρος της καρδιάς,
δώρο του τελευταίου βασιλιά,
αυτού που το μαχαίρι του μπήξες
στ άχρηστα τ αχαμνά του.
Είπες, είπες, είπες αυτά και άλλα πολλά
και γραφές έστειλες με κεντίδια χρυσά
και γιρλάντες μοσχομυριστές τριγύρω.
Είπες, είπες …….. Κυρά μου εσύ Μάνα της γης ολάκερης
χιλιόμορφη Γυναίκα,
και γω ακόμα τον ερχομό σου καρτερώ
με προσμονή ανείπωτη,
γονατισμένος στην αυλόπορτα
ανάμεσα σε μαραμένα ζουμπούλια
και αγριόχορτα.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...