Καθρεφτιζόσουν ώρες ατελέφτητες στον σπασμένο καθρέφτη,
την τελειότητα αναζητώντας,
ενώ εγώ διάβαζα για την απύθμενη έλλειψη νερού
στο Μπαγκλαντές.
.
Μετρούσες, άδοντας σε ήχο πλάγιο βυζαντινό
που τις Αγιά Σοφιές θύμιζε, τις φανταχτερές ρυτίδες σου,
που ο χρόνος ανελέητος μακελάρης σου χάρισε,
ενώ εγώ στάλα στάλα ρουφούσα τα χημικά της
διαδήλωσης.
.
Ώρες αναρίθμητες αναμετριόσουν με τα ψυχικά τράβματα
που κουβανούσες αιώνες τώρα, τη στιγμή που εγώ μπογιάτιζα
συνθήματα για καλύτερο μεροκάματο στο χρώμα του θανάτου.
.
Σκάλιζες περίτεχνα θύμισες από ταξίδια και μυρουδιές
εδεσμάτων εκλεκτών, όταν εγώ ξέσκιζα τα πνεβμόνια μου
ουρλιάζοντας ενάντια στη δυσωδία της εξουσίας.
.
Περίλαμπρα στόλιζες τις σκοτεινές εγωπαθείς σκέψεις σου,
με καθρεφτάκια και χρυσό από τα δόντια του Άουτσβιτς,
όταν εγώ αγόραζα ένα κουλούρι για το πρεζάκι.
.
Ω <θεέ> πόσο πεζός είμαι…
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...