Μπουκιά τη μπουκιά
το κοβε το καρβέλι,
το βουτούσε στο αίμα τ’αχνιστο,
να παπαριάσει νάμα να γενεί.
Με μια μπουκιά
ξεχώρισε τ’άντερα,
τα γιομάτα σκατά απ’τη κοιλιά,
να βρει κιάλλο αίμα,
καθαρό, γαλάζο.
Με μια μπουκιά
έφτασε ως τη καρδιά
και αφού απ’ όξω τη καθάρισε
έβαλε μέσα το χέρι ταπεινά,
τη ξερίζωσε,
να φαν τα μικρά να στυλωθούν.
Και κει
στα πνευμόνια καταμεσίς,
είδε τον ήλιο να φωτάει
και τον αγέρα να σκούζει αμαρτωλά.
Δεν τόλμησε να τ’άγγίξει.
Το μόνο που απόμεινε για κείνη
ήταν στο κρανίο,
λίγο μυαλό να γλύψει
πριν τα μάτια της σφαλίσει για πάντα.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...