<Με πονάς, θα λυγίσω, θα σπάσω > Ψιθύρισε η Μυγδαλιά στον Λεφτεράκη.Αυτός κοίταξε τριγύρω στον λόφο, γύρισε πίσω στη πλάτη του και είδε τη μυγδαλιά που είχε ξαπλώσει πάνω της.
Ψηλός λιγνός ο Λεφτεράκης, σκερβελές που λέει κι ο λαός. Τα γόνατά του, οι αγκώνες και οι παλάμες πάντα ματωμένες. Ξύλο κάθε μέρα από την μάνα του, που πίστευε ότι μάλωνε με τους συμμαθητές του.Ποτές του όμως ο Λεφτεράκης δεν μολόγησε, ότι τα τραύματα ήταν από την καθημερινή προσπάθειά του να πετάξει.
Ελευθέριος……. το όνομα του μακρινού θείου, το καμάρι του σογιού,δικαιόρος, σπουδαγμένος στας Αθήνας, σ αυτόν θέλανε να μοιάσει ο Λεφτεράκης γιαυτό του δώκαν και το όνομά του. Μεγάλος και τρανός ο θείος, διετέλεσε και υπουργός δημοσίων έργων, επί των ημερών του ενώθηκε η εθνική οδός με το χωριό με άσφαλτο, που έφτανε μέχρι το σπίτι του θείου, το μοναδικό δίπατο του χωριού.
Αυτή την άσφαλτο ποτές δεν την διάβηκε ο Λεφτεράκης, του άρεσε πάντα να πορπατά στις λάσπες, να γίνεται ένα με τη γης. Οπως επίσης ποτές δεν έγραψε το όνομά του με ΥΘ, πάντα του άρεσε το ΦΤ, του άρεσε να φτύνει.Ετσι μια μέρα έφτυσε και τον Κον ενοματάρχη και τον ξυλοφόρτωσε ο πατέρας του. Οταν τον ρώτησαν γιατί το κανε ποτές δεν απάντησε στους ερωτώντες, μοναχά στον εαυτό του, τον πείραζε το καπέλο του ενοματάρχη που τον έκανε να φαντάζει αψηλότερος απ αυτόν ενώ ήταν στούμπος.
Κάθε μέρα τιμωρία ο Λεφτεράκης, άσχετα αν δεν την έγραψε ποτές και δώστου ξύλο από την Κυρά δασκάλα, που παρεμπιπτόντως ήταν κακάσχημη αλλά και αρραβωνιάρα του άλλου θείου του μορφονιού.Πάντα απορούσε ο Λεφτεράκης για αυτόν τον αρραβώνα ώσπου κρυφάκουσε μια μέρα τη μαμά να λέει στην αδερφή της,<Δεν πανάνε σαν καρακάξα,είναι δασκάλα με σίγουρο μισθό>.Ο Λεφτεράκης όμως δεν την θεωρούσε δασκάλα……. ποτές δεν κατάλαβε πως γίνεται μια ΔΑΣΚΑΛΑ ναναι άσκημη.
<Να φάτε σκατά ούλοι>,έγραφε σ’όλα τα βιβλία του,δεν τα θέλε τα γράμματα του φαίνονταν πολύ μικρά.
ΝΑ ΦΑΤΕ ΣΚΑΤΑ ….. ούρλιαζε καθισμένος δίπλα στη Μυγδαλιά με το κοντό παντελόνι και τα ματωμένα γόνατα καταχείμωνο.Τα νύχια του ήταν γιομάτα γης,απ αυτή που έσκαβε μετά από κάθε αποτυχημένη πτήση του.
<Ποιόν βρίζεις? γιατί?> τον ρώτησε η Μυγδαλιά…..<Ούλους> αποκρίθηκε εκείνος,……..<τι σου φταίνε οι άλλοι που εσύ δεν μπορείς να πετάξεις?>…….<Αυτοί φταίνε> απάντησε…….<Αλλά τι κάθομαι και σου μιλάω …εσύ είσαι τρελή…..ανθίζεις μεσ τον χειμώνα να φας σκατά και συ>…..<Γιατί φοράς κοντό παντελόνι μέσα στον χειμώνα?> ρώτησε η Μυγδαλιά……<Γιατί δεν έχω άλλο> αποκρίθηκε ο Λεφτεράκης………<Εγω πάντως ανθίζω από τώρα για να φέρω την ΑΝΟΙΞΗ>μονολόγησε η Μυγδαλιά.
Σκεφτικός κατηφόρισε τον λόφο ο Λεφτεράκης γυρνώντας συνέχεια πίσω για να δει την Μυγδαλιά. Στο σπίτι τον περίμενε ένα μακρύ παντελόνι,δώρο του θείου Ελευθέριου,το κόψε το κανε κοντό και το φόρεσε,δεν φόρεσε ποτέ μακρύ παντελόνι, ούτε ξαναμάτωσε τα γόνατά του ……………………ειχε μαθει να ΠΕΤΑΕΙ….Πάνω από τη ΜΥΓΔΑΛΙΑ που πια είχε γεννήσει…..είχαν γίνει δάσο ολάκερο.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...