Πόλη πνιγμένη στην σκόνη, σκόνη από αυτή που δεν σε αφήνει να δεις, αλλοτινές υποσχέσεις θαμμένες κάτω από τόνους σκόνης και υγρασία, πολύ υγρασία.
Πριν ήταν καλά; Όχι ούτε πριν ήταν καλά, αλλά δεν βρώμαγε, δεν έζεχνε γι αυτό δεν ενοχλούσε, η υγρασία αναδύει τις μυρωδιές, δεν τις ενισχύει αλλά θαρρείς πως τις σπρώχνει με βία στο ρουθούνι σου.
Εκείνος, με το ένα χέρι να κρατάει το μαντήλι στη μύτη και το άλλο να κάνει την παλάμη του βεντάλια για να σπρώξει πιο κει τη βρώμα
Εκείνη αναπολούσε τα ανάλαφρα φορέματα που φόραγε παλιά, εγκλωβισμένη στα χοντροκομμένα ρούχα που ήταν αναγκασμένη να φοράει, την σιχαινόταν την κλεισούρα.
Ομίχλη και σκούρα χρώματα συμπληρώνουν το αχανές γκρίζο μοτίβο
Εκείνος ήθελε ένα χέρι να κρατάει για να τον συντροφεύει, αλλά δεν είχε ελεύθερα χέρια για να το ψάξει
Εκείνη άκουγε συνέχεια να της λένε να μην εμπιστεύεται κανέναν πέρα από τον εαυτό της, ευτυχώς που έβλεπε τον εαυτό της μέσα στους άλλους, αυτό την κράταγε
Ανάκατα όνειρα μέσα σε προστατευτικές φουσκάλες συνωστίζονταν στο δρόμο προς τον ουρανό, συγκρούονταν, έσκαγαν και επιστρέφανε πίσω στη γη, μέχρι που γέμιζαν και αυτά με σκόνη
Εκείνος θυμόταν ιστορίες από έρωτες που είχε ακούσει, μετά χτύπαγε τα δάχτυλα του δίπλα στο αυτί, έπρεπε να καταλάβει αν τελείωσαν οι ιστορίες ή σταμάτησε να ακούει
Εκείνη, περπατούσε πάνω στις πατημασιές που είχε αφήσει η ίδια στο χώμα από χθες, δεν της άρεσε, αλλά οι πατημασιές της ήταν ότι πιο οικείο είχε για να μην νιώθει χαμένη
Αυτός έκρυβε το πρόσωπο με μαντήλι για την σκόνη και τη μυρωδιά, εκείνη κοιτούσε χαμηλά για να μη χάσει το μοναδικό της ακούμπημα και πέρναγαν τόσο κοντά που σχεδόν ηλεκτρίζονταν, αλλά δεν ειδώθηκαν ποτέ, ενώ ήξεραν και οι δυο ότι ένα βλέμμα θα αρκούσε. Να κοιταχτούν ήθελαν μόνο
Εκείνος, ένοιωσε οργή και έβγαλε μια δυνατή κραυγή που τάραξε την νεκρική ησυχία
Εκείνη, άκουσε την κραυγή, τρόμαξε και κρύφτηκε σε ένα παλιό σπίτι
Ο χρόνος κυλούσε δειλά, σα να προσπαθούσε τεχνητά να φανεί ζωντανός, έμενε ζωντανός σκοτώνοντας όλα τα υπόλοιπα στο πέρασμα του
Εκείνος πήρε ένα άδειο μπουκάλι, το γέμισε βενζίνη και έφτυσε μέσα του λίγο απ το περίσσεμα ζωής που είχε, έσταξε και λίγο φλόγα από τα μάτια του και το πέταξε πάνω στους τόνους από τσιμέντο για να κάμει ζημιά
Εκείνη, έτρεμε από το κρύο και τη μοναξιά, δεν το έβαλε κάτω όμως, μάζεψε τα παλιά έπιπλα και τους έβαλε φωτιά για να χει παρέα, να ζεσταθεί
Η φωτιά του δυνάμωσε και έκαιγε ότι ακουμπούσε
Η φωτιά της έφυγε από τον έλεγχο και έκαψε ότι σάπιο υπήρχε στο σπίτι
Εκείνος κοιτούσε με βουρκωμένα μάτια την πύρινα λαίλαπα που δημιούργησε να καταστρέφει τα πάντα στο διάβα της, μα ούτως ή άλλως νεκρά ήταν
Εκείνη βγήκε γρήγορα από κει μην την μαγέψει η φωτιά και την πάρει μαζί της
Η φωτιά του δυνάμωνε ώρα με την ώρα. Η φωτιά της βγήκε και εκείνη, άρχισε να ταξιδεύει πηδώντας τα μπαλκόνια, μέχρι που ανταμώσαν, και αντί να καταπιεί η μία την άλλη αυτές άπλωσαν τα φλόγινα τους χέρια και άρχισαν να χορεύουν πάνω στις στέγες, μέχρι που αγκαλιάστηκαν, έγιναν ένα
Εκείνος έσκυψε να πάρει λίγο χώμα να την σβήσει, μα το μετάνιωσε γρήγορα και παρέμεινε να την κοιτάει
Εκείνη ακολουθούσε με βήμα γοργό τα ίχνη της δικιάς της φωτιάς για να δει που πήγαινε τόσο βιαστικά
Και η φωτιά συνέχισε να χορεύει, οι καπνοί που ανέβαιναν με οργή και ορμή στον ουρανό κατάφεραν να απεγκλωβίσουν μερικές φουσκάλες από ονείρατα που επέμεναν ακόμα πεισματικά να ψάχνουν τρόπο να ξεφύγουν, τους έδωσε την φόρα που τους έλειπε τις προηγούμενες φορές. Ανέβηκαν, ενώθηκαν και γέννησαν ένα μεγάλο σύννεφο.
Εκείνος, είδε τον κόσμο που πλησίαζε την φωτιά για να πάρει λίγο από την ζεστασιά της και έπαψε να νιώθει ενοχές
Εκείνη, έβλεπε πρόσωπα που δεν ήξερε, αλλά για πρώτη φορά δεν φοβόταν και δεν κοιτούσε της πατημασιές στο χώμα
Το σύννεφο μεγάλωνε και όταν θέριεψε για τα καλά, όπλισε τις καλύτερες σταγόνες βροχής που είχε και τις άφησε να πέσουν πίσω. Κάθε σταγόνα είχε τον ρόλο της, χωρίς ανάθεση ήξερε τι πρέπει να κάνει. Έτσι άλλες έσβηναν τη φωτιά, άλλες κολλούσαν πάνω τους τη σκόνη και την ακουμπούσαν στο χώμα, άλλες έγλειφαν τα σπίτια για να πάρουν από πάνω τη μιζέρια και κάποιες έπεφταν στα μάτια των ανθρώπων για να μπλεχτούν με τα δάκρυα που περισσσεύαν
Εκείνος είδε ότι ξαφνικά είχε καθαρίσει η ατμόσφαιρα και μπορούσε να δει τριγύρω να βρει τα μάτια του
Εκείνη πλησίαζε κοντά γιατί απλά ένιωθε ότι αυτό έπρεπε να κάνει
Η βροχή κατέβασε όλη τη σκόνη, έσβησε τη φωτιά και έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους
Εκείνος και εκείνη τελικά ανταμώσαν , κοιτάχτηκαν επιτέλους και ξαφνικά τα πάντα γύρω σιώπησαν. Όλα τα άλλα έπαψαν να έχουν σημασία, πήρανε την σκυτάλη από τις φλόγες και άρχισαν να χορεύουν εκείνοι τώρα πάνω στο βρεγμένο χώμα. Μετά αγκαλιάστηκαν, τότε άρχισε δειλά να βγαίνει ο ήλιος ανάμεσα στο σύννεφο που διαλυόταν
Ο Σπόρος της αγάπης είχε φυτευτεί και εκεί στο υγρό από τη βροχή χώμα, το γόνιμο πια χώμα, ένα λουλούδι έσπρωχνε την γη για να βγει και να ανασάνει. Γέννα.
Τώρα πια κόσμος ήξερε τι πρέπει να κάνει, γι αυτό κάθε φορά που κάποιος ήθελε ένα κήπο με λουλούδια μαζεύονταν όλοι μαζί και αγκαλιαζόντουσαν, δεν σταμάταγαν μέχρι να πονάνε τα μάτια τους από τα πολλά τα χρώματα.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...