Βλαστήμιες ανάκατες με εφχές
και σαλιαρίσματα απύθμενου θράσους
σε οδηγούν.
.
Παρατρεχάμενη λακέδων, φθαρτή,
μ’αστέρι ζωγραφιά στο χέρι
και γυμνοσάλιαγκες στο νου
να χάσκουν απ’ τις μισάνοιχτες γρύλιες
του μπατζουριού,
που μάταια τ’ανέσπερο φως γυρέβει.
.
Εφιάλτες αγαπημένους αναζητάς
και Γούσηδες
να πορεφτείς τη χαροκαμένη σου ζήση.
.
Μάνα στέρφα με τα πολλά (αδέρφια)
αφτά που σάρκες σκίζουν
πνιγμένα σε γέλιο γοερού θανάτου.
.
Σάμπως να μη κατάλαβες
όλους τούτους του δίσεχτους καιρούς
πως τ’αμόνι για φωτιά διψάει.
Και συ λουσμένη αρώματα ψέφτικα
δανεικά νυφικά προβέρνεις,
προξενεμένη φορές αμέτρητες
με προίκα το αίμα σου μονάχα.
.
Ελα χιλιοπαινεμένη και γύρε δω σιμά μου,
έλα να σφαλίσουμε τα λαγούμια
που άνοιξαν χρόνια τώρα.
Ελα να βαδίσουμε προς τ’αψηλό το φως
με τ’αλφαβητάρι και το καριοφίλι
στα χέρια οδηγό.
.
Ελα μυριόκαλη ……… Ελα …..
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...