Σήκωσε το να μάτι αψηλά στ’ αστροφώτιστο στερέωμα
μα τ’άλλο πεισματικά χάμω κοιτούσε.
.
Απ’ τη μια τα πεφταστέρια με τη λάμψη τους
τράνωναν το νου.
Απ’ την άλλη η χέρσα γης γιομάτη σκουλήκια
μα μήτε στάλα ανθού.
.
Απ’ τη μια τα ολόρθα στήθια μιας νιας
περίτεχνα λαξεμένα
στον μαβρογάλανο θόλο.
Απ’ την άλλη κακόμορφα ανθρωποειδή
να ξεπροβάλλουν από γωνιές κατασκότεινες,
σκιές ανείδωτες.
.
Απ’ τη μια η αναπάντεχη χαρά
να στραφταλίζει γύρω στο ολόγιομο φεγγάρι
σαν σε χορό ατέλεφτο.
Απ’ την άλλη η κάκητα
που για αφτονόητη περνιέται
με τους πολέμους και το χρήμα αντάμα
σε πλήρη ακινησία …. δεσπόζουσες Καρυάτιδες.
.
Μονάχα ένα χωωπ χρειάζονταν το μάτι
που αψηλά κοιτούσε για να φτάσει,
ένα μονάχα ανάλαφρο χωωπ στον αγέρα.
.
Ο Φόβος όμως πανταχού παρών και τα πάντα πληρών
κατάφαγε την άγνωστη ως τα τώρα Εφτυχία.
Τότες ήταν που και το πάνω μάτι ταπεινά
χαμήλωσε (εφτυχισμένο) μέσα στην ποταπή
ασφάλειά του.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...