Ήταν καλά τα χρόνια που περάσαμε, μου ψιθύρισες τη στιγμή
που το ξέφωτο πρόβαλε ομπρός μας σα μια στάλα απανεμιάς
βουτηγμένη στη λήθη.
Θυμάμαι πως έγειρα λιγάκι πάνω σου να αποφύγω το αγκάθινο
στεφάνι που λυγούσε αναπάντεχα έξω από την ύστερη αβλή.
Μετά απ΄ αυτό, απλωσιά ανέσπερη ίσαμε τη περιπλάνηση
των ματιών, καθώς υγραμένα ήσαν στη προσπάθειά τους
οριζόντους ανίκητους να αγγίξουν.
Χρόνια πολλά το γυρέβαμε το ξέφωτο τούτο και τώρα δα,
απλωμένο κείτονταν μπήγοντας λόγχες στα σωθικά μου,
χαϊδεύοντας τα ξέπλεκα μαλλιά σου που τυφώνες αγαπημένους
θύμιζαν, σαλιαρίζοντας με τα στάχυα που αναπαμένα έγερναν
το χώμα να ασπαστούν.
Και ξάφνου, ένας αητός αγέρωχος από τον ίσκιο του ήλιου
ξεπρόβαλε και χορό ατέλεφτο αρχίνησε αντάμα με τ’ αψηλά
των κυπαρισσιών, που σαν κίονες βλοσυροί στέκονταν τον θόλο
να βαστάζουν. Κι όταν το λέφτερο πουλί απ’ τον χορό απόκαμε,
ανήμπορο ήρθε και στάθηκε στα πόδια σου σιμά, ικετέβοντας
με μια θωριά υποταγμένης εξουσίας.
Δεν χωρούσα στο πλάνο τούτο, το κατάλαβα απ’ εξ αρχής,
παραμέρισα δυο τρεις οργιές να σας αφήσω μονάχους να τα
βρείτε.
Λίγο παρακεί τα γκρέμνια σπάθιζαν το νου, με αιχμές λαμπερές
ωσάν τα νύχια του πετούμενου που με τις ηλιαχτίδες παιχνίδιζαν
λίγο πριν.
Γύρισες και με κοίταξες, κάλεσμα η θωριά σου ενοχές γιόμισε
τον κουρασμένο μου νου.
Απέστρεψα το βλέμμα από σε κοιτάζοντας τα γκρέμνια,
μου ‘κανες νόημα να πηδήξω, ή τώρα ή ποτέ, δείλιασα,
χωρίς σκέψη δέφτερη, πήρες αγκαλιά τον αητό και πέσατε στο
λέφτερο κενό που τόσο λαχταρούσες. Από μακριά σας θωρούσα
να στροβιλίζεστε αντάμα και στο στόμα να φιλιέστε ανάσες
ανταλλάσσοντας.
Μήτε ένα δάκρυ δεν κύλισε στο μάγουλό μου, μονάχα μια στάλα
αιμάτινη απ’ το αγκάθι της ύστερης αβλής, για να μου θυμίζει
πριν στο καβούκι μου γυρίσω, πως αίμα απαιτεί το λέφτερο πέταγμα.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...