Πράματα και θάματα κάτου στο λιμάνι,
τα βαπόρια καμαρωτά, αφστηρά,
τους ημίθεους πελάτες
με το χαρτάκι στο χέρι βλοσυρά θωρούν,
παραδομένα πάντα
στη δούλεψη των μεγάλων ναών.
.
Ποιον άραγες δέρνει άπονα ο αγέρας?
τον λιμενοφύλακα?τον ανεφθυνουπέφθυνο?
το μικρό με το ψωμί στο χέρι?
τη μάνα που το σπλάχνο της βυζαίνει?
το κοριτσάκι που τις παντούφλες του
βγάνει πριν στη καταγής
στρωμένη κουβέρτα ανέβει?
.
Βαρύς ο ουρανός, βαρύς και λυπημένος
έτοιμος δάκρυα να σπείρει
πάνου στα γκρίζα τσιμέντα.
Μονάχα η ανεμελιά των παιδιών
σπάζει με βροντές χαράς
το ολόγκριζο φόντο
για να προϋπαντήσει την άνοιξη
που κοντοζυγώνει.
.
Μονάχα τα παιδιά,
μα κι ο έρωτας, παμπόνηρος όπως πάντα
τρυπώνει ανυποψίαστα
στα βλέμματα των διό νέων
βαριές ανάσες να θεριέψει,
να ενώσει καρδιές και σώματα
κει δα δίπλα στου βαποριού τα ποδάρια.
.
Με σάλτους ανάποδους στο μυαλό,
ακάματο βλέμμα και πονεμένα
ανήμπορα άκρα αναρωτιέμαι.
.
Σάμπως τούτη δω η απλωσιά
με το γκρίζο τσιμέντο
και το σμιλεμένο σίδερο,
με τους αχρείαστους φύλακες
και τη βουή που ραψωδίες γεννάει,
σάμπως λιμάνι για τους απανταχού
της γης τους πονεμένους νάναι.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...