Σκοτεινή ήταν η νύχτα, μουχλιασμένη, βρομούσε χνότα
και κάτουρα λακέδων.
Το φεγγάρι ξέχασε για να βγει, μήτε και κείνο τ΄αστέρι
της Βηθλεέμ βρήκε το δρόμο κατά δω.
Απέραντη νύχτα σαν όλες τις άλλες, αποκρουστική,
κακόμορφη, με έναν ήλιο θαμπό με δόντια να πλανιέται
στα ρουμάνια λεία για να βρει.
Κείνο το βράδυ ήταν που σ΄είδα με ένα ποτήρι αψέντι
στο΄να χέρι να ζεσταίνεις τα σπλάχνα σου και τ΄άλλο στη τσέπη
τη δεξιά να χαρχαλέβει τ΄αχαμνά σου, φορούσες γενειάδα
πλούσια και δυο φτωχά βότσαλα κάτασπρα για μάτια
που μάταια πάλεβαν θηλυκό να αντικρίσουν στο ατελέφτητο
διάβα τους,ο πατέρας χανσενικός μου πες και η μάνα φθισικιά
που σ΄ανάθρεψαν.
Δεν σιχάθηκα σαν τη σαπίλα των δοντιών σου άκουγα πιότερο κι
απ΄τα λόγια σου που έγλυφαν την γλώσσα για να προβάλουν
στον αγέρα, άλλωστε δεν άκουγα και καλά, ποτές μου δεν άκουγα
από παιδί, κουφό και τυφλό μ΄έκαναν οι δικοί μου μπας
και τρανός γενώ μια μέρα.
Κι όταν το τρίτο ποτήρι απόσωσε και τα σωθικά ζέσταναν
μια στάλα, τότες ήταν που μου μίλησες για την Λιμπερτά
που το όνομά της είχε αλλάξει σε Γκρέτα μη και την αναγνωρίσει
κανείς την ώρα που το κορμί της στα σοκάκια πουλούσε.
Εκατό τάλαρα γύρεβε, την ώρα που έβρισκες έφκολα τρύπα με δέκα,
γιαφτό και δεν την ήθελε κανείς.
Μαλάκας είναι … σκέφτηκα, σαν μου΄πες πως της τα δωκες και την
άφησες παρθένα να βολοδέρνει.
Και τότες σα να διάβασες τη σκέψη μου, τότες μονάχα ήταν
που τα βότσαλα μούσκεψαν και ποτάμια κρύσταλλα ξεχύθηκαν
να δροσίσουν τ΄αφιονισμένο πρόσωπο, να λάμψει απαστράπτουσα
η αδαμάντινη φιγούρα της φτιάξης σου.
Μονάχα τότες φοβήθηκα μιας και η λάμψη τούτη διαπέρασε
σαν σφαίρα την υπέρμετρη μυωπία μου και οι σάπιοι φθόγγοι
σου γίναν ποιήματα και μουσικές και ξαστέρωσαν την πλάση
και γω με μιας, αποσβολωμένος θωρούσα την αφτιασίδωτη
μελωδία και κει πάνου αχαλίνωτος για πρώτη μου φορά
όρμησα στη πίστα χορό ασίκικο να χορέψω για πάρτη σου.
Τότες ήταν που τράβηξες το χέρι απ΄τα αχαμνά και μια
ασημοποίκιλτη κάμα βύθισες στα στήθια σου.
Ετσι, μόνο και μόνο το χορό να μου χαλάσεις.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...