Ανέσπερα φτερά καμώνονται πως φοράν,
μα χιτώνες άλικοι λαμπυρίζουν στο απόφωτο δείλι.
Έρμες αγκάλες χέρια αποζητάν,
χέρια από γης και νοήματα καμωμένα.
.
Άναρχα μυρωδικά εβωδιές σκορπάν ολούθε,
πλημμυρίζουν σοκάκια και εθνικές,
κανακέβουν άστεγους που απάγκιο γυρέβουν
να βλαστημήσουν τη φτιάξη τους
με μια γουλιά αψέντι και μια κάμα αστραφτερή
μπηγμένη ίσα πέρα στα σωθικά τους.
.
Αναπάντεχη η προσμονή το φαρμάκι χρυσώνει
καμωμένη από άδεια κουφάρια που στον αφρό σαλέβουν,
κει που το κύμα παφλάζοντας σκάζει
πάνου στο μάβρο βότσαλο.
.
Μην ειν η αρχή του τέλους?
Σάμπως και κείνο το αγιόκλημα που μετανάστεψε
να μη λατρέβει το βοριά,
έτσι μαθημένο καθώς ήταν να λιάζει τ’αχαμνά του
κάτω απ’ τον ήλιο του νότου.
.
Εβλογίες στα κρυφά μουρμουράνε
οι καλοθελητάδες άγιοι,
εβλογίες γιαφτούς που ποτές ψωμί δεν έφαγαν
….αφού δεν χώραγε.
Ρακί ποτές δεν ήπιαν … αφού δεν σίμωσαν.
Δάκρυ μήτε στάλα δεν άφησαν στη γης…
αφού μάτια δεν είχαν.
Μηλιά δεν έβγαλαν …
αφού την γλώσσα για άλλα την κουλάντριζαν.
.
Μονάχα ο εσπερινός τους απόμεινε
και κείνο το άθλιο … < Η Ζωή εν Τάφω>.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...