Παρθένα από εγκόσμιες κηλίδες αιμάτινες
κι από φτιασίδια του νου θανατερά.
Παναγιά ανοιξιάτικη που καταμεσής
στις φυλλωσιές θροΐζει λικνιζόμενη
μια απ’ τον Λεβάντε και άλλοτε απ΄τον Μαΐστρο.
Ερωμένη με ιδρωστάλακτο κορμί
που λυγάει σε κάθε άγγιγμα,
με τα σκέλια ερμητικά κλειστά.
Πουτάνα που στα καλντερίμια αχολογάει
αποστρεφόμενη αργυρώνητους πελάτες
δοσμένη μονάχα στον φτωχό νταβατζή της.
Μάνα μυριόκαλη με χίλια δυο μανάρια
που μονομιάς βυζαίνει πάνου σε μπρίκι
με κατάλεφκο πανί μεσοπέλαγα.
Γυναίκα ειν΄η αγάπη μου που χίλιες φορές
απάτησα αλλά αφτή το όνομά της δεν άλλαξε
από ντροπή.
Λεφτεριά την λεν΄ακόμα
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...