Θωρούσε το αποκαλόκαιρο να τρέχει μάταια να κρυφτεί
πίσω απ τις φθινοπωρινές δροσοσταλίδες.
Εγερνε στο νοτισμένο παγκάκι ανακούρκουδα
και ανάμενε γιομάτη απόγνωση το πρώτο σκουριασμένο φύλλο
να ζωγραφίσει τα πράσινα μάτια της.
Είχε την ανάσα της μέντας στο στόμα, έναν δυόσμο
κατάσαρκα στη μύτη και ένα γιασεμί
περίτεχνα στολισμένο στο κλειστό αφτί.
Προστατεβμένη μεστο αχνό κουκούλι της απ τον βαρύ χειμώνα
την άνοιξη καρτερούσε.
Εβαλε ταφτί καταγής νακούσει τους κρότους της επελάβνουσας
νιότης.
Ποτές δεν κατάλαβε το μάταιο της ατέλεφτης αναμονής,
η άνοιξη φεβγάτη κι αλλοπαρμένη σαν πάντα
μόλις είχε προσπεράσει
κι αφτή με το κουφό αφτί κατάχαμα
απόμεινε να ελπίζει ……..
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...