Ενα αηδόνι κάθε που ο ήλιος γέρνει αποκαμωμένος,
πιάνει ψηλή κουβέντα αντίκρυ στο χαμόσπιτο με τα γερμένα πλήθια,
κει που ο κυρ Θανάσης άφησε τη στερνή ανασεμιά του
καταμεσής σε μυρουδιές από μούχλα κι αγιόκλημα.
Γκρίζο από τη φύση του μα και τη καπνιά της πόλης,
ενάντια στη πολύχρωμη σκουριά βλαμμένων,
κρυμμένων στους γερμένους ώμους τους συμπολιτών.
Είναι η ώρα που τα βλέφαρα σφαλνάν και ο νους ανοίγει πορτόφυλλα
για να καλησπερίσει θύμησες αλλοτινές, ανάκατες με εφιάλτες,
για να φτιάσει καινούργια ονείρατα,
για να γεννήσει άγια μωρά σε κούνιες μακελεμένες.
Ενα αηδόνι ενάντια σε μια πόλη ολάκερη,
να συντροφεύει με τη λαλιά του τον πόλεμο
ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, την αγάπη και το μίσος, τον άνθρωπο και το κτήνος.
Δεν χωρά δεύτερο στη πόλη τούτη,
έτσι τσιγκούνα που την φτιάσαμε,
έτσι που νομιμοποιήσαμε όλους τους υπαίθριους,
δεν απόμεινε ούτε στάλα γης λέφτερης για άλλο ένα να χει σύντροφο.
Μονάχο απόμεινε να περιδιαβαίνει δρόμους ευθείς, αδιάφορους,
χωρίς μαγεία,μακρυά απ τ’αναπάντεχο που την ελπίδα κουβανά.
Ενα αηδόνι φυλακισμένο στις χίλιες ουράνιες φωνές του,
που εμμονικά πασχίζει κάθε δείλι να μας κάμει αφουγκραστές
της ακατάληπτης, απόμακρης ομορφιά τους.
Και μεις, μέχρις εσχάτων αδιάφοροι για το θαύμα
που ξεχάσαμε σφαλιστό στο πιο ανήλιο μέρος της καρδιάς,
συλλογιόμαστε αγοραπωλησίες ακινήτων, νου, συνείδησης και αισθημάτων.
Ω απέραντε φτωχομπινέ, αρνητή της ύπαρξης σου ολάκερης,
πόσο σε λυπάμαι, μα και πόσο πολύ ζηλεύω το δόλιο τ’άηδόνι
στην αέναη αναζήτηση της ουτοπίας του.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...