Είπα να σου χαρίσω διό στάλες απ’ το αίμα μου
να βάψεις κόκκινα τα μάτια,
να βλέπουν μονάχα ήλιους και πελάγη,
ανάρια, πέρα, μακρυά.
Είπα να σου δώσω διό δάκρυα γλυκά σαν μέλι
να σταλάζεις στις πληγές που κακοφορμίζουν
αιώνες ολάκερους βαθειά στο νου.
Είπα να σου φέρω τ’ αθάνατο νερό στη φούχτα
να νίψεις πρόσωπο και στήθια να φύγει η αρμύρα
να μυρίσει αύρα βραδινή.
Είπα να ρθω αξημέρωτα κειδά κοντά σου
να γευτώ τ’ αρώματα του ύπνου σου
στα ιδρωμένα σεντόνια της μοναξιάς σου.
Είπα να τρέξω στο μονοπάτι που σε πρωτόδα
γυμνή, λουσμένη αγριόθαμνα και θυμάρι
κάτου απ’ το φως της πούλιας
που κρυφοκοίταζε ζωσμένη τη ζήλια.
Είπα να σου χαρίσω το μαχαίρι μου,
το μονάκριβο, το σκαλιστό με την αστραφτερή κάμα
να κάνει αγιασμένα φονικά
στο όνομα μια νέας λέφτερης ζωής.
Είπα να βγω μεσοπέλαγα την αυγή
να αρμενίσω με το βλέμμα αψηλά καταμόναχος
δίχως κουπιά να ορίζουν τη στράτα
χωρίς συντρόφους μαγαρισμένους και θύμησες φτηνές.
Είπα να τα κάμω όλα καθώς πρέπει
όπως τα θελε πάντα η ψυχή
ανάλαφρα σαν τα σύγνεφα τα κουρασμένα
από τα μακρινά ταξίδια αποκαμωμένα.
Μονάχα έλεγα……….
τίποτε δεν έκανα…. ο ασήμαντος.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...