Μέσα στη γενναία εφταξία του χάους
στάθηκες ομπρός μου πορφυρογέννητη
ντυμένη στ’άσπρα,
με διό άλικες σταλαγματιές στα στήθια
κει που το ρωγοβύζι γίνεται βορά
σε άπληστα παιδικά χειλάκια.
.
Αλλοπαρμένη φτιάξη
από σακατεμένους προγόνους προελθούσα,
σε ανάπηρους δρόμους οδηγούσα.
Σάμπως τούτα τα χέρια να μη βάσταξαν
ποτές τ’αλέτρι,
σάμπως το σφυρί και τ’αμόνι
να μη λύγισαν.
Σάμπως σκέψεις μονάχα
και κραβγές στεντόρειες
να παιχνίδισαν στα λεφκά κρινοδάχτυλα
καταμεσής.
.
Γιατί τον καιρό ανώφελα κουράζεις?
Γιατί άραγε τρεμάμενη φτερουγάει
η ματιά σου?
Θολή φιγούρα με διψασμένα χείλη,
κυοφορούσα κόσμους αγέννητους
που το ατέρμονο βήμα σου σε σέρνει?
.
Σκοτεινές οι πολιτείες
που πίσω σου άφηκες,
λιογέννητες αφτές που σε προσμένουν,
αναθαρρεμένες απ’ το γενναίο χάος
που στη ψυχή σου κουβανάς
σα παρδαλό κατσίκι
που στα γκρεμνά ζυγιάζεται
με τα θάμνα στα δόντια
και τη ματιά στην απέραντη
τη θάλασσα καρφωμένη.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...