Σου είπα να ρθεις να πάρεις τα φτερά,
να τα φυλάξεις για μετά,
για όταν θάμαστε έτοιμοι για το ατέλευτο πέταγμα.
Για τότες, που σπασμένες οι γκάμες των μαχαιριών,
θα αστράφτουν στον ήλιο,
θα καθρεφτίζουν τα χαμογέλια των μικρών παιδιών.
Σου είπα να με θυμάσαι έτσι γελαστό,
με τη ματιά άδεια,
με τα μάτια γιομάτα δάκρυα χαράς
και με τα χέρια αδειανά,
αλλά ανοιχτά για αγκαλιές ετοιμασμένα.
Σου είπα να μη ζυγίζεις βλαστήμιες κι αναθέματα
τσανακογλειφτών, λακέδων, προσκυνημένων,
με πράξεις δίκαιες, με σκέψεις λεφτερωμένες.
Δε ζυγιάζονται, δε χωράνε ούτε αντίκρυ,
βαραίνουν πολύ τα κρίματα.
Σου είπα να κάμεις μια καθώς πρέπει γέννα,
εκεί στο ξέφωτο του φεγγαριού,
σιμά στο ρίζωμα του πλάτανου,
να χει ίσκιο και δροσά,
να μεγαλώσει με ανάσες βαθιές το βλαστάρι σου,
να μη ξεμείνει ποτές από αγέρα κι ουρανό.
Στα πα όλα,
όχι αυτά του μυαλού, μα της καρδιάς τα γεννήματα
και στα πα απλά, αφτιασίδωτα, χωρίς περικοκλάδες
που αλυσοδένουν θέληση και νου,
που φυλακίζουν ονείρατα αλαφροϊσκιωτων.
Αλάργα απ’ αυτούς που χαχανίζουν κρυφά
χωρίς να αντέχουν το λουσμένο στο φως αύριο,
το καμωμένο με το άγιο μίσος των δουλευτάδων,
αυτών που μυρίζουν νοτισμένη γης
και ξάστερο ουρανό.
Τ ο μόνο που δεν σου είπα,
και γιαυτό καταριέμαι τη φτιάξη μου
είναι να είσαι κοντά μου …. να κούσεις να φουγκραστείς.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...