Σφαλιστά από τα μέσα τα κελιά,ανήλια,
μιας κι ο ηλιάτορας ντράπηκε για νάρθει
και μοναχά μια φιγούρα ισχνή
να φωτάει με τη σκιά της το έρεβος της τάξης.
.
Πέτρινος ο τοίχος και ζωντανές αλυσίδες
συμπλήρωναν τη σκηνή του δράματος
όπου λυπημένος ο νεκρός τον ιατροδικαστή
καρτερούσε να λυτρωθεί.
.
Φωνές ακούγονταν απ’ το παραθύρι
που στον μαντρωμένο κήπο έβλεπε.
Κάγκελα αψηλά φυλάκιζαν τα άνθια όπως
και τις καρδιές, μη τυχόν και δραπετέφσουν
και έβρουν των ερώτων τις μονάκριβες φωλιές.
.
Ενα παλουκωμένο πουλί τη φτιάξη
ολάκερη μοιρολογά , από ταράτσα
σε σοκάκι πεταρίζει και ολοένα πιότερο
το στερέωμα θωρεί ίσαμε κάτου στη λάσπη
να γονατίζει αχάραγα.
.
Τούτος δα ο έρμος τόπος λιγόστεψε,
μοναχά κάτι ροζιασμένα χέρια απόμειναν
να σκάβουν πάνου στα ουράνια
για μια χαραματιά πνοής, αφτής ,
που κάτασπρα μικρόμυαλα κολάρα
πάλεβαν ερμητικά να σφραγίσουν.
.
Και συ να λείπεις χιλιόχρονα,
αφορισμένη από θεούς κι ανθρώπους.
Κάποιοι αλαφροϊσκιωτοι είπαν πως σ’ είδαν
να χαριεντίζεσαι με τις πυγολαμπίδες,
και σεντέφια και κοράλια να σεργιανάν
στα ασημοσκέπαστα μαλλιά σου και
τα δυό σου πόδια λαξεμένα από αιματοβαμμένο έβενο.
Μονάχα τα χέρια σου μοιάζαν ανθρώπου.
Ανάθεμα τα ορθάνοιχτα χέρια και κείνα
τα ολάνοιχτα υγρά σου μάτια
που την οικουμένη ολάκερη αγκάλιαζαν
με μιας.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...