Βολεύτηκα στη θέση τη μπροστινή,
άφησα τους άλλους πίσω σα να μην υπήρξαν ποτές.
Βολεύτηκα με τη πρώτη ανάσα
στη μπόχα του σάπιου μήλου,
που η μοχθηρή Εύα έδωκε στον άβουλο Αδάμ.
Βολεύτηκα μέσα σε φτερά αητού
ανήμπορα να πετάξουν από το βάρος της γύμνιας τους.
Βολεύτηκα κάτου από τον ίσκιο του ηγέτη,
που αποφάσιζε για με και κάθε τόσο
επέτρεπε με να υπάρχω έτσι στα ψέματα.
Βολεύτηκα στη ζηλευτή τεμπελιά της ανυπαρξίας μου,
πάνω σε μάρμαρα δούλων σκαλιστά, γερμένος.
Βολεύτηκα στο δήθεν, στο τάχατες,
ιδρώνοντας και τρέμοντας σύγκορμος,
μη φανώ σκελετωμένος, άσαρκος, άμυαλος.
Βολεύτηκα κάτου απ’ τα σύγνεφα που έκρυβαν έναν ήλιο
νιό, άφθαρτο, δροσερό σα πελαγίσα αύρα.
Βολεύτηκα στη σκοτεινιά του τίποτα
που αφουγκράζεται μύριους ψιθύρους,
ακατάληπτους, απλά μονάχα ακουστούς.
Βολεύτηκα στο χτες ξεχνώντας τα τώρα
και αρνιόμενος να κάνω το παραμικρό για το αύριο,
βυθισμένος σε ξεθωριασμένες άπνοες ηδονές.
Βολεύτηκα στη κενή χαρά ανέραστων σχέσεων
απαλλαγμένων απ’ των ερώτων τα άγια αίματα.
Βολεύτηκα στο τρισάθλιο σαρκίο μου
θρηνώντας γοερά την αδικοχαμένη μου νιότη,
βρίζοντας και περιδιαβαίνοντας τα μονοπάτια της λήθης.
Βολεύτηκα και απόθανα νέος, παρθένος, μικρός,
ανήκουστος,ανύπαρκτος, αθύμητος, αισχρός.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...