Δυό φτεράνεμοι,
ένας λεβάντες κατρακυλάει αγέρωχος
τον πουνέντε να βρει να φιλιώσουν ταίρι να γεννούν,
να σπείρουν γεννήματα κι απλωσιές
να ανοίξουν στο μεταθανάτιο σύμπαντο.
.
Δυό σπλαχνικοί αγέριδες
που τον ντουνιά ολάκερο
στα στήθια τους κουβαλάν,
ψιθύρους αφουγκράζονται από τα κάτου,
που συνωμοτικές ματιές στο στερέωμα ρίχνουν
χαμηλοβλεπούσες, ανέξοδες,
ματιές δίχως λάμψη, σκυφτές, υφέρπουσες.
.
Δυό απαστράπτοντες ανέμοι
που σαλιαρίζουν στ’αγνάντι
χαριεντίζονται ωσάν πρωτόγνωροι εραστές,
ανταλλάσσουν ονόματα και χειραψία υποκλινόμενοι,
πασπατέβουν τ’αχαμνά τους,
με προσμονή σαλέβουν από καιρού εις καιρόν
λίγο νότια λίγο βόρια
και ξάφνου ανταριάζονται, λυσσομανάν
πάνου σε κουφάρια λησμονημένα
στο αίμα πνιγμένα.
.
Δυό φτεράνεμοι σαλεμένοι, γελοία ανθρώπινοι,
διαφεντέβουν ουρανούς ατελέφτητους
και γαλαξίες αναρίθμητους σπαταλάν.
Δυό αγέριδες που ντρέπονται χάμω να κοιτάξουν
μήπως και ξέπνοοι στη γης θαφτούν.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...