Πάνω σε τρεις κορφές αψηλές
θα ποθέσω τους μύχιους πόθους μιας ψυχής
ζητιανεμένης,πλημμυρισμένης παρθενικά υγρά,
ζεστά σαν το αφέψημα του νου,
που πολεμάει ένα πρώιμο γέροντα
από ανία καμωμένο.
Ετσι,να τα θωρώ να λιάζουν τ’ αχαμνά τους,
με τις κορφές περήφανες, αλύγιστες, ανταριασμένες,
λαξεμένες από ανέμους ασκλάβωτους,
να σημαδεύει η μιά την άλλη,
και με χαμογέλιο ηδονικό,
να περνάν δαχτυλίδι αρραβώνων,
στα μυτερά τελειώματα των γυμνών ελάτων τους.
Πιο κάτω, κει δα καταμεσής των διό,
ρυάκια αιμάτων από σφαχτά π’αχνίζουν
ανάκατα με δάκρυα αετών,
να φτιάνουν ποτάμια, χείμαρρους,
να ποτιστεί η γης, να καρπίσει,
να θεριέψουν τα θάμνα
να γεννούνε δέντρα λυγερά,
με τη φλόγα της νιότης ραντισμένα.
Να σείονται στο φύσημα τ’αγέρα,
σαν κόρες ανέγγιχτες, αποκαμωμένες
από την απραξία της παρθενίας τους,
με τη μήτρα κλειστή.
Χωρίς τη χαρά από το κλάμα ενός μωρού
που λαχταρά τον ήλιο να δει να παίζει κρυφτό
στα σκέλια της μάνας ανάμεσα.
Τρεις κορφές, για τρεις σπόρους,
να μαζωχτούν, να γίνουν ένα,
να γιομίσουν τη γης ολάκερη,
να ανθίσουν παντού,
να μη χωρά να σουρθεί ερπετό,
να ψοφάει από τον ερχομό της Άνοιξης της χιλιόχρονης.
Τρεις σπόροι,
ένας για τη λεφτεριά, ένας για την αγάπη
και ένας για τον αγώνα που τα πρώτα διό θα φέρει.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...