Πάνε πάνω από 45 χρόνια από τότες που σε πρωτογνώρισα,
δεν θυμάμαι καλά, ίσως και νάταν άνοιξη, η εποχή των ερώτων.
Ήμουν πολύ νέος σαν σε πρωτόδα, άμαθος στους ερώτους.
Απάντηση ποτέ δεν πήρα όταν στις αρχές της γνωριμιάς μας
επίμονα ζητούσα να μάθω το όνομά σου.
<Τι να το κάνεις? έχει πολύ σημασία ένα όνομα? πες με όπως θες>
μου αποκρίθηκες όταν πια φορτικός είχα γίνει.
Οι περισσότεροι φίλοι μου σε θάβμαζαν, θέλαν σχέση μαζί σου
ή έστω μια βραδιά πλάι σου.
Εμένα απ¨ την άλλη κάτι με απόδιωχνε από σε.
Το σώμα σου τέλειο, τα χαρακτηριστικά σου υπέροχα, αλλά
το βλέμμα άδειο, σχεδόν με φόβιζε.
Ίσως να κατάλαβες πως δεν σε γούσταρα, γιαφτό και πάντα
υποτιμητικά με κοιτούσες, ίσως και όχι, γιατί αν θυμάμαι καλά
ήταν την τρίτη φορά που σου αρνήθηκα να πλαγιάσουμε
μαζί όταν με είπες πούστη. Ούτε που σου πέρασε ποτές
απ¨το μυαλό πως μπορεί και να μην μου άρεσες.
Ερχόσουν από καιρού σε καιρό πάντα καλοντυμένη,
εφπρεπής μέχρις αηδίας και φτιασιδωμένη ως τα μπούνια
μπας και αποκρύψεις από τους θαβμαστάς την αρχαία
ηλικία σου, ντε και καλά νέα και όμορφη δηλαδή.
Ο καιρός περνούσε και μάθαινα για τις εφήμερες σχέσεις
σου πάντα με εβυπόληπτους, σπουδαγμένος, κομψεβάμενους
άντρες.
Στίς ανάριες συναντήσεις μας πέρα από το άδειο βλέμμα
πλέον με ενοχλούσε και κάτι ακόμα που δεν μπορούσα να
προσδιορίσω, ίσως αφτό το ακαθόριστο το άγνωστο
νάταν η αιτία που κατά καιρούς ασχολιόμουν μαζί σου.
Τα χρόνια πέρασαν γοργά, οι δρόμοι μας χώρισαν
αλλά πάντα αφτό το άγνωστο απόδιωγμα τριβίλιζε
το νου μου.
Ώσπου μια μέρα ένας κοινός γνωστός με βρήκε και
μούπε πως ήσουν βαριά άρρωστη και πως μονάχα εμένα
ήθελες να δεις.
Έτρεξα αμέσως στο νοσοκομείο ξέροντας καλά πως
αφτό θάταν και το τελεφταίο μας συναπάντημα.
Έξω από τον θάλαμο άκουσα τρεις γιατρούς να μιλούν
για προχωρημένη σήψη όλων των ζωτικών οργάνων
αιώνες τώρα.
Μπήκα στο θάλαμο και σε αντίκρισα γριά πια ανυπέρβλητα
κακοφορμισμένη με τον ορό στο χέρι πούχε πλημμυρίσει
στο αίμα,
Μια απέραντη μυρουδιά σαπίλας γιόμιζε απ¨ ακρη σ¨ άκρη
το θάλαμο.
Μου χαμογέλασες πονηρά αλλά και με καλοσύνη,
μου έγνεψες να σκύψω σιμά σου, υπάκουσα.
<Ξέρεις πως με λένε?> ρώτησες … αν και ήξερα
από χρόνια δεν αποκρίθηκα.
<Δημοκρατία> απάντησες μονάχη σου και μου δωσες
το στερνό σου φίλί πριν χαθείς για πάντα.
Κι εγώ δακρυσμένος έκανα πως δεν ήξερα
από σεβασμό μη και σου χαλάσω την έκπληξη.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...