Στάχυα φυτρωμένα καταμεσής στα κομμένα λιόκλαδα,
άσπαρτα, γιομάτα ενοχές για την λείψη της ζωής.
Που και που παπαρούνες ξεπροβάλλουν ξεδιάντροπα
παίρνοντας χρώμα απ’το χώμα που βουλιμικά απομυζάν.
Νάταν το φως? Και το σκοτάδι νάταν το ίδιο είναι,
κόκκινο σαν το αίμα αστράφτει το χάραμα, σαν τις παπαρούνες,
σαν τις καρδιές μας.
Λίγο παραπέρα το πέλαο, σπαρμένο από τον ύδρω των ναυτικών
με τα γυμνά σώματα στον υγρό τάφο να αγναντεύουν τα λιμάνια.
Τα λιμάνια που ποτές δεν φτάνουν…. να μένουν σιωπηλά
με τις πουτάνες παραδομένες στο ατελεύτητο σουλάτσο.
Ω γη δικιά μου, Ω γη αυτών που έφυγαν κι αυτών που θάρθουν
με τις πουτάνες και τις παπαρούνες σου.
Αφησέ με να λιάσω τα αχαμνά μου στα ζεστά σου σπλάχνα,
και μετά να αναδυθώ από τη κόκκινη ζάλη της στα απάτητα λιμάνια της ζωής.
Να σεργιανίσω στα απόμακρα βουνά καβάλα στο όνειρο
με κουμανταδόρο τη λέφτερη ματιά.
Ασε με να σε ιδώ μια σταλιά από ψηλά,
να σε φτιάξω στα ψέματα……..άσε με …..αλήθεια……
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...