Δαντέλες γαλάζες και ροζ ανάκατες
με το άλικο του αίματος σου
χάιδεβαν τη ζάρα του λαιμού σου
και συ αφηνόσουν στο ατέλεφτο
κείνο παραλήρημα μακάριος
κι ανυποψίαστος , αθώος μες τη
πελώρια ενοχή σου.
Ηταν τότες που μονάχα γεράνια
και περήφανες δροσοσταλίδες λάτρεβαν
τον κόσμο σου.
Αφόρητα προστατεβμένος από τα κάγκελα
της μήτρας, αραιά και που αποδρούσες
και για τόπους αλαργινούς σαλπάριζες,
με το σπαθί στο θηκάρι και τα μάτια
ορθάνοιχτα ίσα πέρα στον ορίζοντα,
και να σου τα θάματα ολόρθα μπροστά σου
και η γης παρθένα με γεννήματα
ως τα μπούνια και η χαρά να περισσέβει
και χάχανα τα στόματα γιομάτα
και ερώτοι ανέσπεροι να σαλιαρίζουν
στις ρούγες
και καντήλια αναμμένα για τους ζωντανούς
κι ένας άνεμος μπαγάσας πνοή να δίνει
στο άπαν.
Κάτσε να σκουπίσω τον ιδρώ
απ’ το μέτωπό σου που περίσσια λάμψη
δίνει στα ονείρατα.
Ααα και πούσαι .. κείνο το σπαθί
απ’ το θηκάρι δεν τόβγαλες ποτές
και σκούριασε στα σωθικά σου μέσα.