Θέλω να πέσω καταγής,
να μυρίσω νοτισμένο χώμα,
ν’αντικρίσω τον μέρμηγκα κουβαλητή,
να του πάρω τον φόρτο,
να τον ξαποστάσω για λίγο
πριν στη βαθιά του τρύπα μπει.
Θέλω να φτιάσω θύμησες πολές
για τους μελλούμενους,
μυρουδιές γιομάτες γιασεμί
κι αγάπες καρδιοχτυπούσες, λαχανιασμένες.
Θέλω να στήσω πόλεμο
στον πόλεμο ενάντια,
έτσι που όποιος και ναν ο νικητής
ο πόλεμος ναν ο νικημένος.
Θέλω θρασίμια να μου βγάνουν τη γλώσσα,
αψηφώντας κάθε τι πρεπούμενο, ηθικό,
πνιγμένο στα σάλια μιας αηδίας,
της τάξης.
Θέλω να ξαναβαφτιστώ,
όχι στην εκκλησιά,
και όχι με αγιασμένο ύδωρ,
αλλά στο δρόμο
με σταλαγματιές αίμα πορφυρό
να γιομίζει το νου,
πριν η δροσά της νύχτας
δώσει τη θέση της στο χάραμα.
Θέλω να φιλήσω την πόρνη,
που ζεσταίνει τα ξυλιασμένα χέρια
στα σκέλια της ανάμεσα,
στα μάτια,
τον κόσμο αλλιώτικο να δει
χωρίς νταβάδες, χωρίς κάμες
ν’αστράφτουν στο σκοτάδι.
Θέλω να φτιάσω ζωές χαρούμενες,
αθάνατες, πνιγμένες στο χαμογέλιο,
λαμπρές ωσάν τον ήλιο
που καθρεφτίζεται στο ασάλευτο
νερό της λίμνης.
Θέλω μαργαριτάρια και νούφαρα
να βγάνω απ’ τα άπατα βαθιά νερά,
να σε στολίσω ασάλευτη, αλαβάστρινη,
μα όχι κοιμωμένη αγάπη,
λεφτεριά.
Θέλω, θέλω, θέλω, θέλω,
όλα τα θέλω δικά μου
δικά μας.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...