Ερινύες με προστάζουν να σταθώ ορθός,
ανταριασμένος να βλαστημήσω, όχι τη μοίρα,
μα τα γενόμενα από με ….. από μας,
αφτά που τα μελλούμενα σφαλίζουν
στο σκοτάδι της μέρας.
Και γω, σε κρύα ντουβάρια ανήλια αιμασταλάζω,
πνίγοντας ανάσες άτακτες
μακρυά από λαθραίες προοπτικές,
σβήνω λυγμούς γερασμένους
απ’ το απαστράπτον φως
μιας λάμπας οικονομίας.
Έρπω κάτου από κληματαριές
που γεράνια βαστάν τις ρίζες τους
και παπαρούνες ξέφρενες
μεθυστικά μερώνουν το νου μου.
Γυμνοσάλιαγκες σφίγγουν θανατερά
πετούμενα στο στόμα τους,
όχι προς βρώσιν
αλλά για να μη σκίσουν στα διό
το ουράνιο στερέωμα,
μη τυχόν και πέσει ο θόλος στα πόδια παιδιών
και μαζέψουν τ’άστρα ένα ένα
και μετά δεν βρίσκουν οι νάφτες τη πορεία τους.
Πως να οργώσεις άραγες
μια θάλασσα δίχως άστρα?
Πως να καλέσεις έναν άστεγο θεό
να σε συντροφέψει στο τραπέζι?
Τι να του ζητήσεις πάρεξ ένα αστέρι?
Πως να ντύσεις γιορτινά τη καρδιά σου
για τον αναπάντεχο γάμο
όπου ο έρωτας με τη λεφτεριά σμίγουν
με όρκους αιώνιας πίστης?
Μάταια γυρέβω απόκριση στα γράμματα μου,
αφτά που με μουτζαλιές υπόγραψα
και ένα μου δάκρυ.
Μάταια και συ προσμένεις, με συντροφιά το κύμα,
για τη μποτίλια που θε ναρθεί.
Ο ταχυδρόμος απόθανε
και το παπόρι ναβάγησε στη στεριά.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...