Ήταν βαριό, πένθιμο το σκοτάδι
όταν σε είδα να αναπάβεσαι μακάριος,
σαν αποβλακωμένος ιπποπόταμος,
σε ένα απέραντο βούρκο γιομάτο σκατά,
σάπια μυαλά αναίσχυντη βουβαμάρα
και φόβο απέθαντο.
.
Σ’ αφτόνα τον ίδιο βούρκο είδα και σένα,
αλαβάστρινη οπτασία, κάτου απ’ το φως
της χαραβγής που ξεμύταγε
να παλέβεις να βγάλεις όξω το κεφάλι,
το σύμπαντο ολάκερο να ανασάνεις μονορουφιά.
Κι από κάτου μυριάδες τέρατα, λακέδες
της εξουσίας, χτικιά των <γραμμάτων και της τέχνης>
αρμονικά συνταιριασμένα με ανθρωπόμορφους
μπάτσους, να σου τραβάν τα ποδάρια
πνιγμένοι στην αγωνία, μη τυχόν και ξεθαρέψεις.
.
Στον ίδιο λάκκο ήσασταν κι οι διο
και γω λιγάκι παραπέρα στον ίδιο ήμουν,
με βλέμμα κριτικό καμωμένο από πόνο
και μίσος αντάμα, ξεχνώντας να ανασάνω.
.
Στον ίδιο λάκκο ήμασταν όλοι ….. <σύντροφοι>……
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...