Αφθαρτη σε θωρούσα να φτερουγάς,
καταμεσής στ’αλώνια
μ’ένα κόμπο στο λαιμό
και πνιγμένη στο δάκρυ ματιά.
Κι ήταν τ’αηδόνι με την πούλια αντάμα
που την περιπλάνησή σου συντρόφεβαν.
.
Αραιά και που έρμες πυγολαμπίδες
χαλί σου στρώναν να διαβείς
μέσα από βρύα και όστρακα θαμπά,
την άκρη του σύμπαντου να ξαστερώσεις,
κει που το σκότος από το φως νικιέται.
.
Πλανεμένη από το σπλάχνο σου το ίδιο,
φυλακισμένη σε αναρίθμητα πρέπει,
την τήβεννο της άκρατης απληστίας φοράς.
Ρεματιές περιδιαβαίνεις τρεχάμενες,
γκονάρια αιχμηρά τα πληγιασμένα ποδάρια σου χαϊδέβουν
και ο πλάτανος εβλαβικά γέρνει τη λέφκα ν’ασπαστεί
γιομάτος συμπόνια για το ασπράδι του κορμού της.
.
Σα ξωτικό από κόσμο αλλοτινό
και σα μαγεμένος αβλός ακούστηκες
τις φυλλωσιές να διαπερνάς
πύρινη μα και απρόβλεπτη αντάμα,
με φλόγες στεντόρειες απ’τα σωθικά σου
ν’αναβλύζουν.
Και στο πάλεμα μέσα τούτο,
πετούμενα ν’αναρωτιούνται
για της γέννησης τον ερχομό,
μιας γέννας ανέσπερης, τροπαιοφόρας,
αφτοκρατόρισσας.
.
Της γέννας του νιού εργάτη δημιουργού,
του λέφτερου συντρόφου.
Αφτού που τους πολέμους παντοτινά θα νικήσει
για ν’ανατείλει πασίχαρος ο Αρχοντας Ανθρωπος
με μιάς.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...