Με χίλιους δυό πόνους και με λαχτάρα ανείπωτη
τον πέταξες από τη μήτρα σου,
πολλά τα κόπια και οι στερήσεις πιότερο
για να θεριέψει το βλαστάρι σου
πανύψηλο δεντρί να γένει.
Και δώστου τα πρέπει της θρησκείας
και ματαδώστου του έθνους τα αφτά
που πάντα σε κείνο το <… θα γίνω αξιωματικός
και το σπαθί θα ζώσω> που σε αναφιλητά
σε έφερε σαν τάκουσες απ’ τα χείλη του
στη γιορτή του σχολειού.
Μεγάλη η περηφάνια όταν για πρώτη φορά
σούπε πως δεκάδες αλλόθρησκους έφαγε
στη μάχη και ακόμη πιο λαμπρό το βλέμμα
σαν το παράσημο είδες καρφωμένο στο στήθος
στο μέρος της καρδιάς.
Και την ημέρα που στη σημαία τυλιγμένο στον έφεραν
απ’ τα φυλλοκάρδια ανάβλυσε ο σπαραγμός
και το ανάθεμα, το σύμπαντο συντάραξε
ο θρήνος πέρα ως πέρα και συ ήσουν μονάχη.
Καμιά απ’ τις χαροκαμένες μανάδες των αλλόθρησκων
δεν βρέθηκε γλυκό σάλιο να σου δώκει,
καμιά να χαϊδέψει τα κάτασπρα λιγοστά μαλλιά σου.
Μονάχα το κράτος κάθονταν λυπημένο και βουβό
σιμά σου σαν ηθικός αφτουργός κατάμαβρος
με άλλο ένα παράσημο αφτή τη φορά ακόμα
πιο μεγάλο καρφωμένο στο μέρος της δικής σου
καρδιάς.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...