Ζωής οάσεις οι υψωμένες γροθιές
στάζουν τον ιδρώτα του πονεμένου
την κολασμένη πεθυμιά
λάμπουν τα μάτια σα σπινθήρες
μα και τα κλάματα σπαράζουν μελωδία
δεν έχουν όρια τα όχι και τα μη
άκου τα φίμωτρα, κραυγάζουν ηρεμία
λείπουν ζωνάρια και γραμμές
και ο νους κενά βαδίζει
σπέρνουν σε σπόρους τις στιγμές
στους λέφτερους τους θεριστές
δακρύζουν τα ακροδάχτυλα
γεμίζουν το σακούλι
έπαψαν να ναι ζηλευτές
ικέτες, ζωής συλλέκτες
προμαχώνες της ξεφτίλας έγιναν
και υψώσανε προπύργιο
δεύτερες σκέψεις ξέχωρα
το σώμα από το πνεύμα
και να που ολότελα δοθήκαν σε σκοπό
ξέπλυναν μ αίμα τη ντροπή
και έκαψαν τη Πυθία
λούσανε φλόγα απύθμενη και κρύψανε τα θεία
νιώσανε λάβα στυγερή, ορίσανε τη λεία
άχρηστη καταστήσανε τη κάθε εξουσία
Και πως, πες μου πως, να μην αγιάσεις με τούτο τον σκοπό
Και πως, πες μου πως, να μην ανθήσεις ποτίζοντας ετούτο τον καρπό
Και πως, πες μου πως, να μη χορτάσεις λογίζοντας το μερτικό …
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...