Σκόρπια τα αναθέματα που στις καρδιές κατοικούσαν,
ανάκατα με έφχες εβλαβικά καμωμένες,
από κερί μονάκριβο στα πόδια της μεγαλόχαρης
αφημένο.
Μπροστάρικα σα πάντα τα παιδιά
μέσα από ρουμάνια δρασκελούσαν
στο ξέφωτο να βγουν, χορό να στήσουν απτάλικο
και μια σειρά ατέλεφτη από κορμιά σαγμένη
να λικνίζεται στους ήχους της νιόφερτης χαράς,
αφτής που ποτές δεν είχαν ματαδεί οι γερόντοι
στο μακρύ μέχρι τα τότες βιό τους.
Παληκάρια και νιές, άγεννες ακόμη,
σε κύκλους μαζώνονταν στων μικρών το κατόπι
χαρά να ρουφήξουν.
Τόση ήταν η ανάγκη για μια στάλα ζωής,
τόση κι ακόμα πιο πολύ για του ονείρου
τη πραγμάτωση,
εκείνου που απ’ της γιαγιάς τα παραμύθια
βγαλμένο, ασάλεφτο καρφωμένο
παράμενε στο νου.
Πολλά, καθάρια τα βλέμματα
μα το ονείρατο μονάχα ένα,
το ίδιο παντού να σκαλίζει πληγές φυλαγμένες
στα τρίσβαθα, ν’ανταριάζει ψυχές
και χέρια υψωμένα στο στερέωμα
το δρόμο να δείχνουν με τη γροθιά σφιγμένη
και τα δόντια ορθάνοιχτα να μπει ο αγέρας
να ξαστερώσουν τα ματωμένα σωθικά.
Οι μανάδες παράκει γιομάτες λαχτάρα
και πελώριες αγκάλες για τους συντρόφους τους
ανοιγμένες, τραπέζι να στρώνουν γιορτινό
με μάτια υγρά.
Κι οι συντρόφοι τους, αφτοί με τα λαξεμένα χέρια
και τα κουρασμένα από προσμονή στήθη,
φωτιές ν’ανάβουν, ουρανούς κι αστέρια
να φωτίσουν και μοίρες ανακούρκουδα
να θανατώσουν,
έτσι που τα μελλούμενα καμωμένα
από δάφτους μονάχα νάναι.
,
Μη και δεν αντάμωσες τούτη δα τη πορεία
στο φως?
Μη και δε χόρεψες με τα κούτσικα αντάμα
και με μια κόρη αγκαλιά σε τούτη τη χαρά?
Μη και δε πλάγιασες δίπλα σε μάνα
με το λαχταριστό κλάμα του μωρού
στο προσκεφάλι σου?
Μη και είσαι νεκρός?
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...