Καράβια έφτιανες ανοξείδωτα
με ξάρτια που τα ουράνια
έγλυφαν εβλαβικά,
από ντόκους αλάργεβες μια ζωή ολάκερη
στον ατέλεφτο πλου βαφτισμένη.
.
Ενάντιος στα κάθε λογής λιμάνια,
παρθένα πόρνη γυρέβοντας,
από χυμούς στερεμένος μα πλήρης αγάπης,
τα έρμα μιας ζήσης απέθαντης κουβανάς.
.
Φτενό καμωμένο το σάβανο
με τα ποδάρια να εξέχουν
και μονάχα η κεφαλή εντός
έφτακτα προστατεβμένη.
.
Σε είδα τις προάλλες να χάφτεις
βουνά ολάκερα με μια δρασκελιά
και με τ’αηδόνι να χαμουρέβεσαι
στο ξέφωτο, κει που ο ήλιος ξέχασε για νάρθει.
Και πριν σ’είχα δει να απαγκιάζεις
στα κύματα πάνου να σέρνεσαι,
οιδίπους τυραννισμένος απ’ τα βάθεια
κουράζοντας τον καρχαρία
που στο φτερό απάνθρωπα είχες δαγκάσει.
Αμετροεπής σαν από πάντα
την τήβεννο τη σαχλή φορεμένος
ειδώθηκες αγαθοεργίες να εκτελείς
για τους αποθαμένους του κόσμου τούτου.
.
Σάμπως να μη νοιάστηκες ποτές
για τους ζωντανούς, αφτούς που πίσω
άφηκες κει στο στερνό λιμάνι
όπου λεφκά μαντήλια σε ξεπροβόδιζαν,
κείνο το νωπό της μάνας, τ’άλλο της αδεφής
το τρίτο το άλικο της Γαρουφαλιάς
και το γυμνό χεράκι το κούτσικο του βλασταριού.
Μονάχα ο πατέρας σου έλειπε απ’ τη γιορτή
εκείνη της θλίψης,
μονάχα εκείνος ο σιδηροδέσμιος
που τόσο λαχτάραγες να μοιάσεις.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...