Ήταν απόβραδο θαρρώ σαν σ’είδα
να λογχίζεις την καρδιά σου αδιάφορα,
σα να έσκαβες την ρίζα μιας ελιάς.
Ήσουν αμούστακος ακόμα με λαμπρή ματιά
και μυαλό αλλοπαρμένο, από κείνα
που κόσμους ολάκερους φτιάνουν με μιάς,
κόσμους σμιλεμένους με νιάξιμο και αγάπη
για τη μοναδικότητα που Άνθρωπο την είπαμε
κάποτε, μα την ξεχάσαμε πάραφτα
λες κι ήταν αποφόρι φτενό από τους
δύσμοιρους αιώνες.
.
Ποτέ δεν μιλήσαμε, μιάς και τα λόγια
περιττά ήσαν πάντα, αλλά και τόσο μικρά
μπροστά στις πράξεις, όταν αφτές
τον θάνατο κατάματα θωρούνε
αψηφώντας τον, διαβαίνοντας το ανέσπερο
μονοπάτι της λεφτεριάς.
.
Ίσως και να μην ήξερες για την πληρωμή
που σου ‘χαν φυλαγμένη σε ψυχές μάβρες
κατάβαθα.
Ίσως και να ξερες αλλά φτηνό να σου φαινόταν
το τίμημα μιας ζωής μπροστά στο πάθος σου
για δάφτη.
.
Η λήθη πάντα τον πόνο παραμερίζει
κι όταν η μνήμη κάποτε πάνου στη πληγή
σκύβει, τότες είναι που σε θυμάμαι πανώριο
με κείνη την ίδια λόγχη, να σκαλίζεις
χιλιάδες καρδιές, μπας και θυμίσεις
πως πέρα από τα κτήνη υπάρχει και
ο Άνθρωπος.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...