Θύμησες ωσάν αδιάβαστα πτώματα
σαλέβουν στο νου,
κατακόκκινες δροσοσταλίδες ραίνουν τη γης
και συ το πέπλο της αγνότητας
βαστάς στους ώμους.
Στο χέρι το ζερβή, μια ρομφαία
το τρεμάμενο βήμα σου βαστάζει
και στάλλο, ένα άγιο δισκοπότηρο
γιομάτο λυγμό και δάκρυ.
Ψελλίζεις γητειές ακατάληπτες
τα ουράνια ξορκίζεις
και τα πέλαγα μάταια αποζητάς
σα να θες τη ντροπή να ξεπλύνεις
πέρα μέσα στα βάθια τους.
.
Ενας γρύλος βρυχάται κει πάνου στη ξερολιθιά
ψάχνοντας ταίρι να κατασπαράξει,
μια ύαινα στοργή γυρέβει στους οχτρούς,
μονάχα ο αετός δεν έχει απαρνηθεί τη φύση του,
πορπατά πάνου στα σύγνεφα
σκίζει καταμεσής τον αγέρα
και κάπου κάπου καταγής αράζει
να δει τον ουρανό από κάτου.
.
<Τα πάντα εν σοφία εποίησε>
με πόδια γονατισμένα και χέρια υψωμένα
κράζει η νια όξω απ το απαγορεβμένο ιερό
σαν έκπτωτος άγγελος, < τα πάντα οξών
απ τον ντουνιά ετούτονα>
.
Θυμιάματα καίνε απανταχού στη πλάση
την πλάση ολάκερη,
σπονδές στην απύθμενη αγριότητα
που ανδρεία τη λένε.
Σάμπως να μη ξέρουν το θηλυκό της αγάπης
και το ουδέτερο του μίσους,
ουδέτερο έτσι για να συνταιριάζει
και με το σερνικό το πολυπόθητο.
.
Αιώνες τώρα αποστρέφουμε το βλέμμα το θολό
απ τα γεννούμενα.
Σκουριασμένη παραπεταμένη η ρομφαία
πνοή και στήθια αναζητά,
ο γρύλος έφθραστος βρυχάται του κάκου,
η ύαινα τη στοργή αποζητά για να κατασπαράξει,
μα ίσα πέρα στο δάσο ένα λιοντάρι
το δρόμο του γυρέβει περιτριγυρισμένο χαμομήλι.
.
Το Ιερό ερμητικά κλειστό για σε, απαγορεβμένο
δια νόμου.
Ισως κει στα άδυτα, κάτου απ την άγια τράπεζα
που ποτές δεν θαντικρίσεις να γράφει
πως η ρομφαία για ταψηλά γεννήθηκε.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...