Κει κάπου στο τέλειωμα της θάλασσας,
κει όπου το γαλάζο συνταιριάζει
με το μαβί του δακρυσμένου ουρανού,
θα στήσω καρτέρι, ξέπνοος,
χωρίς σκιές στα μάτια,
ολόγιομος γεννήματα της μάνας γης
στα ανθισμένα χέρια.
Κει κάτου απ το βαριό τον ίσκιο
της συκιάς,
στο γειτόνεμα του ανθρώπου
με το ασύλληπτο,
θα στήσω παγίδα με δόκανο γερό
να συντρίψω τα σερνάμενα
ποδάρια του χτικιού.
Κει πάνω και πέρα
από χήρες νότες,
τραγούδι θα αλαλάξω βροντερό,
να ανταριάσει το βρωμερό
κουφάρι του αιματοβαμμένου άρχοντα
και κουλουριασμένο ωσάν μαραμένη οχιά
να αποθάνει μέσα σε αλαλαγμούς βουβούς.
Κει δα,καταμεσής εγώ,
στα ζερβά μου η πανανθρώπινη δάδα
να φωτάει τα τάρταρα
και τον βαρκάρη
με τη φορεσά γιομάτη νομίσματα
και στα δεξά μου,παιδάκια ολόχαρα,
τρυφερούδια της μάνας νιότης
με τη σπίθα στο βλέμμα
και το θέλω στο νου.
Κει θα προσμένω το τελεφταίο
συναπάντημα,
Μιας ράτσας, Μιας φυλης,
αυτής του ξεχασμένου Ανθρώπου.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...