Οταν έρχονται τα σύγνεφα,
πουλιά γιομίζει ο ορίζοντας κι ο ουρανός ξανοίγει
για να δεχτεί στέρφες από ταίρι αγκαλιές.
Κλωθογυρίζει μπάλες γης
μέσα στο φέγγος των άστρων.
Κι άξαφνα πανέμορφοι γλάροι
χωρίς νεκρούς κρεμάμενους στο ράμφος
ταϊζουν τα φτωχά ξυπόλητα παιδιά,
μέλι θυμάρι και δυόσμο.
Από κάτου, λεύκες με τα πλατάνια
σταυρωτά πλέκουν μουσικές με τα φύλλα τους
η θάλασσα παραπέρα μουρμουρίζει λόγια ακατάληπτα
μεσ τη βουή της σιγαλιάς.
Πλανεμένη φύση,τρελαμένη απ’ τον πόλεμο
ψάχνει τη γαλήνη στο θρόισμα του θάμνου που κάμει
όταν το φίδι πνίγει το λαγό δίπλα στα αγκάθια του.
Ελεημοσύνη γυρεύει μια μαργαρίτα κουνώντας επίμονα τα πέταλά της
δίπλα απ τα στήθια της νιάς που τον έρωτα καρτερά
γερμένη κατάχαμα με τα ρουθούνια ολάνοιχτα
να ρουφούν τα αρώματα της νοτισμένης από το πάθος γης.
Ολα μαζί ανάκατα σε έναν ατέλειωτο χορό,
μοναχά ο ουρανός στέκει εκειδά παράμερα,
ντρέπεται μην τον δουν, έτσι γυμνός που είναι.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...