Πίσω απ΄ την περήφανη καγκελόπορτα
ένα δάκρυ γοερό κύλησε και μονομιάς
μυριάδες γίνανε να ξεπλύνουν των άλλων τη ντροπή.
Και τα σίδερα μάτωσαν και ο θρήνος σκέπασε
τον στριγκό ήχο που δειλά δειλά από τις
ερπύστριες ξεμυτούσε.
Η νύχτα της σιωπής μόλις είχε ανατείλει,
μήτε το κλάμα του νεκρού παιδιού, που δυο στενά
παρακεί κείτονταν, δεν μπόρεσε να τραντάξει
τον βουβό θρήνο που ολοένα κι απλώνονταν
απ΄άκρη σ΄ακρη στη πόλη.
Ήταν και κείνο το τραπέζι της πρέφας που μόλις
είχε σκορπίσει στη θέα των πολιτσμάνων,
νομίζοντας πως τον τζόγο κυνηγούσαν
αντίς για τον 5χρονο Δημήτρη που το έγκλημα
να γεννηθεί είχε κάμει.
Κι ύστερα μόλις η ντροπιασμένη νύχτα παραδόθηκε,
μουσκεμένη στο αίμα και στο δάκρυ, στην ανυποψίαστη
αβγή,τότες μόνον ήταν που εκατοντάδες αλλόφρονες
ουρλιάζοντας σαν δαρμένα σκυλιά, έμπηγαν
λαξεμένα κοντάρια στο 5χρονο νεκρό στήθος
μπας και μαρτυρούσε για όλα τα φταιξίματά του.
Και τα δάκρυα ποτάμια έφτιασαν που ανηφόριζαν
αψηλά σαν κόγχες να ξεσκίσουν το γαλάζο του θόλου
να το ματώσουν να μη ματαδεί κανείς τη ντροπή.
Μονάχα το βλέμμα του νεκρού Δημήτρη απόμεινε
να αστράφτει στον ορίζοντα ανατέλλοντας
την λέξη ΝΤΡΟΠΗ.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...