Φόβος μέσα σε φωνές ανήκουστες,
κει που το Ω από το Χ αποχωρίζεται.
.
Σάμπως να πήρες παραμάζωμα
το σεντόνι της παρθενίας σου
μονάκριβο φυλαχτό,
θύμησες να το γιομίσεις
και πράξεις ανεκπλήρωτες,
θέλω που άθελα απ τις σκέψεις γλιστρούσαν
και κείνο το τόσο δα αστραφτερό λάζο
με μια σταλίτσα αίμα πάνω
για παν ενδεχόμενο.
.
Μα τον κόμπο δεν τον τέλεψες διπλό
μιας και πάντα να δραπετέβεις ζήταγες,
σε λαγούμια ουράνια να κρύβεσαι,
να σαλαγάς κάτου απ τις θάλασσες
σε κοράλλια αιχμηρά,
να μιλάς σε άλαλους
και χιλιάδες απαντήσεις να παίρνεις.
.
Σε θυμάμαι ακόμα
με τα χέρια υψωμένα στον Ανθρωπο
να μιλάς με τους θεούς….
μα απάντηση καμιά.
.
Ακόμα σαν τα τώρα σε θορώ
να αγκαλιάζεσαι με σώματα απέθαντα,
με βλέμμα μαρμαρωμένο, ωχρό
απ το ξέπλυμα της μπόρας
λίγο πριν το χάραμα.
Και απ την άλλη σε καμαρώνω
να υψώνεσαι στις μύτες χαμομήλια να φτάσεις
την ώρα που το φεγγάρι
με τη χαραβγή συνταιριάζει
και ήλιος λαμπρός γίνεται.
.
Ποτές το όνομά σου δεν άκουσα,
μονάχα παραμύθια για νεράιδες και λιοστάλαχτες,
ποτές δε σε φίλησα στ’αλήθεια …
δεν είχα το χρόνο για καμώματα.
Μα πάντα κει στην άκρη των βλεφάρων
σ’είχα λαμπρή κοιμωμένη….
κει που μια στάλα αίμα διάφανη γίνεται.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...