Ενα ξέπνοο κλαρίνο σε τρεμάμενα χείλη παραδομένο,
μια σιωπή μελωδική να σκίζει στα διό τη νύχτα
και γω. σα βράχος ασάλευτος, με βρύα περικυκλωμένος
κι αλμύρα πελαγίσια,
γιομάτος ίσαμε τα πάνω όστρακα αστραφτερά
στου φεγγαριού το γέρμα,
μέσα σε στοχασμούς αιχμάλωτους, που τη λεφτεριά γυρεύουν μάταια.
Το κλάμα ενός μωρού παιδιού,
σαγηνευτικό σα την ομορφιά της ζωής της πανούργας,
παρατημένο κει δανα σκαλίζει άγια χώματα,
να βγάνει ρίζες και στόματα σα λύκου ουρλιαχτά,
που σκιάζονται από θρησκείες άτιμες, άπορες,
ανήμπορες για μια τόση δα ελπίδα.
Τι γυρεύεις εσύ γέρος πια εδωνά
στο σταυροδρόμι το θανατερό?
Δεν έχεις άλλο πια να δώκεις,
ότι γνώρισες γνώρισες, και τ’άφηκες να γεράσει στη λήθη παραδομένο.
Δεν έφερες τίποτε νιό ξεφτιλισμένε γέροντα
με την άθλια μαγκούρα που ούτε το βήμα σου δε βαστά ορθό πια.
Κι αυτό το βλέμμα, γεμάτο βλαστήμια μα και συμπόνια
αντάμα. τι το θες?
Γιατί δεν βγάνεις τα μάτια σου
να θωρείς μονάχα θηλυκά όμορφα
από αλάβαστρο και μύρο φτιαγμένα?
Αφού τίποτε καλό δεν άφησες να γιομίσει
την άθλια ψυχή σου,
βρες τουλάχιστον ένα ψέμα
για να υπάρχεις αιώνια στις θύμησες των άλλων.
Και κοίτα ναναι γλυκό γεμάτο ελπίδες φορτωμένο
και ιαχές ζωής βγαλμένες από τεράστιους αυλούς
στις πλάτες ανθρώπων υψωμένους.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...