Αμετροεπές το βουνό φαντάζει κάτου απ’ τη θάλλασα
που ξαπλωμένη τ’ ανάσκελα σα μωρή παρθένα σε οίστρο
χαρχαλέβει τα σκέλια της.
Μονάχα σαν το ανήφορο πιάσεις, μονάχα τότες οσμίζεσαι
την αρμονία και το μέτρο της πανώριας τούτης αμετροέπειας.
Μόλις τις Πηγές απαντήσεις και ανταμώσεις με τα σκαμμένα
μέχρι τα μέσα πρόσωπα, μόλις την πρώτη ντομάτα γεφτείς,
μόλις το πρώτο καλωσόρισμα βγει από διό κούτσικα χείλη
που απαντοχή γυρέβουν στον πρώτο διαβάτη, εκείνη μόλις
τη στιγμή νογάς πως το βουνό μέσα σου είναι.
Και να σου ο πλάτανος που οι γερμένες άκρες του χαϊδέβουν
το χωριό πάνου από την εκκλησιά την αγίων Αποστόλων
και να σου τα νερά που στραφταλίζουν τρεχάμενα κρυστάλλια
ανάμεσα στα θάμνα και τις χαμερπείς κουμαριές, κει που
ο ηλιάτορας κρυφτό παίζει με τις καστανιές και τα πλατάνια.
Και ξαποσταίνει νους και καρδιά και σκέβεσαι και συλλογιέσαι
τι και ποιος είσαι….
Κει αψηλώνεις, μοναχά ίσα πάνου θωρείς το γαλάζο νάβρεις,
να συνταιριάξεις το ασήμι των άστρων με το γήινο και το
μουγγανιτό του βοδιού, να συμπονέσεις τον κυνηγό
που το αγριογούρουνο καρτέρι του χει στημένο.
Κει που τα τρεχάμενα νερά ξεπλένουν των κάθε λογής
ανθρώπων τα αίματα, κει είναι που ο νους αναθαρρέβει
και σαλέβουν οι μνήμες απέθαντες, κει είναι που σιμά
στον άνθρωπο φτάνεις και συντροφέβεις τη φάρα σου.
Φωτογραφία ποτές δεν θα βγάνεις αν νους και καρδιά
ξέμειναν από φιλμ και το κλείστρο σκούριασε.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...